Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μουσικῇ

  • 101 сопровождение

    1. (кто-л., кто идёт, едет с кем-л.) η συνοδεία, η ακολουθία 2. (рлк.) η παρακολούθηση 3. (то, что сопровождает какое-л. явление) η συνοδεία
    η ακολουθία
    4. муз. η (μουσική) συνοδεία.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сопровождение

  • 102 школа

    1. (учебное воспитательное учреждение) το σχολείο
    вечерняя - βραδυνό -, θερινό -
    2. (специали-зированное учебное заведение) η σχολή 3. (система, метод) η σχολή, ημέθοδος, το σύστημα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > школа

  • 103 танцевальный

    танцева́льная му́зыка — η μουσική χορού

    танцева́льный коллекти́в — το συγκρότημα χορού

    Русско-греческий словарь > танцевальный

  • 104 вечер

    вечер
    м
    1. τό βράδυ, τό ἐσπέρας, ἡ ἐσπέρα, τό δείλι:
    добрый \вечер! καλησπέρα!· под вечер τό δειλινό, κατά τό σούρουπό с \вечера ἀποβραδίς, ἀποσπερίς· по \вечерам τά βράδυα·
    2. (собрание) ἡ βραδιά, ἡ ἐσπερίδα [-ίς]:
    литературный (музыкальный) \вечер ἡ φιλολογική (ή μουσική) βραδιά· танцевальный \вечер ἡ χοροεσπερίδα· \вечер памяти кого́-л. βραδιά ἀφιερωμένη στή μνήμη κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > вечер

  • 105 вокальный

    вокальн||ый
    прил муз. φωνητικός, τοῦ τραγουδιοῦ, τῆς χορωδίας:
    \вокальныйая му́-зыка ἡ φωνητική μουσική· \вокальный ансамбль τό συγκρότημα τραγουδιού.

    Русско-новогреческий словарь > вокальный

  • 106 заиграть

    заигра||ть
    сов
    1. (начать играть) ἀρχίζω νά παίζω:
    \заигратьла музыка ἡ μουσική ἄρχισε νά παίζει·
    2. перен (заискриться, засверкать) ἀστράφτω, λάμπω·
    3. см. заигрывать II· ◊ кровь \заигратьла в жи́лах ἀναψε τό αίμα, ἄρχισε νά βράζει τό αίμα του.

    Русско-новогреческий словарь > заиграть

  • 107 изголодаться

    изголодаться
    сов
    1. πεινώ πολύ, πεθαίνω τῆς πείνας·
    2. перен ἐπιθυμώ πολύ, λαχταρώ:
    \изголодаться по хорошей музыке ἐπιθυμώ πολύ ν' ἀκούσω καλή μουσική.

    Русско-новогреческий словарь > изголодаться

  • 108 инструментальный

    инструмент||альный
    прил ι. тех. γιά ἐργαλεία, τῶν ἐργαλείων
    2. муз. ἐνόργανος:
    \инструментальныйальная му́зыка ἡ ἐνόργανος μουσική.

    Русско-новогреческий словарь > инструментальный

  • 109 камернцый

    камернцый
    прил муз.:
    \камернцый концерт ἡ I συναυλία (или τό κοντσέρτο) μουσικής δωματίου· \камернцыйая музыка ἡ μουσική δωματίου.

    Русско-новогреческий словарь > камернцый

  • 110 оркестровый

    оркестр||овый
    прил τής ὁρχήστρας, γιά ὁρχήστρα:
    \оркестровыйо́вая му́зыка ἡ μουσική γιά ὁρχήστρα

    Русско-новогреческий словарь > оркестровый

  • 111 оформление

    оформление
    с
    1. (внешний вид) ἡ δια-κόσμηση [-ις]:
    сценическое \оформление ἡ σκηνογραφία, ὁ σκηνικός διάκοσμος, τό ντεκόρ· художественное \оформление ἡ καλλιτεχνική διακόσμηση, ἡ φιλοτέχνηση· музыкальное \оформление ἡ μουσική·
    2. (действие) ἡ τακτοποίηση[-ις]> ἡ διενέργεια τῶν διατυπώσεων.

    Русско-новогреческий словарь > оформление

  • 112 партия

    парти||я
    ж
    1. полит τό κόμμα:
    Коммунистическая партия Советского Союза τά Κομμουνιστικό κόμμα τής Σοβιετικής Ένωσης· социалистические и рабочие \партияи τά σοσιαλιστικά καί ἐργατικά κόμματα· член \партияи τό μέλος τοῦ κόμματος· принимать в \партияκ> δέχομαι στό κόμμα·
    2. (группа людей) τό συνεργεῖο[ν], ἡ ἀποστολή, ἡ ὁμάδα, ἡ γκρούππα:
    \партия туристов ἡ ὁμάδα περιηγητών
    3. (товара) ἡ παρτίδα·
    4. (в игре) ἡ παρτίδα:
    \партия в шахматы ἡ παρτίδα σκακιοῦ·
    5. муз. ἡ μουσική παρτίδα·
    6. (женитьба, брак) уст. ὁ γάμος:
    сделать хорошую \партияю καλοπαντρεύομαι.

    Русско-новогреческий словарь > партия

  • 113 переключаться

    переключать||ся
    1. ἀλλάζω φορά:
    автомати́чески \переключатьсяся αὐτόματα ἀλλάζω φορά·
    2. перен μεταφέρομαι, περνώ, μεταπηδώ:
    она переключилась на музыку μεταπήδησε στή μουσική.

    Русско-новогреческий словарь > переключаться

  • 114 поиимать

    поиима||ть
    несов καταλαβαίνω, καταλαμβάνω, ἐννοώ, κατανοώ:
    он ничего́ не \поиимать-ет δέν καταλαβαίνει τίποτα, δέν σκα· μπάζει τίποτε· \поиимать буквально παίρνω κατά λέξιν \поиимать в му́зыке καταλαβαίνω (или νοιώθω) τήν μουσική· ◊ вот это я \поииматью1 разг αὐτό τό καταλαβαίνω!

    Русско-новогреческий словарь > поиимать

  • 115 призвание

    призвание
    с
    1. ἡ κλίση [-ις], ἡ τάση [-ις]:
    \призвание к музыке ἡ κλίση στή μουσική·
    2. (роль, задача) ὁ προορισμός / ἡ ἀποστολή (миссия):
    высокое \призвание ὁ ὑψηλός προορισμός.

    Русско-новогреческий словарь > призвание

  • 116 речитатив

    речитатив
    м муз. τό ρετσιτατίβο, ἡ μουσική ἀπαγγελία.

    Русско-новогреческий словарь > речитатив

  • 117 слышаться

    слыш||аться
    ἀκού(γ)ο-μαι:
    \слышатьсяится му́зыка ἀκούεται μουσική.

    Русско-новогреческий словарь > слышаться

  • 118 соскучиться

    соскучиться
    сов
    1. (почувствовать скуку) νοιώθω πλήξη, ἀνιῶ, πλήττω (άμετ.)·
    2. (затосковать) ἀποθυμβ, ἐπιθυμώ, νοσταλγώ:
    \соскучиться по родным ἀποθύ-μησα τους συγγενείς μου· \соскучиться по му́зыке ἐπεθύμησα ν' ἀκούσω μουσική.

    Русско-новогреческий словарь > соскучиться

  • 119 техника

    техник||а
    ас
    1. ἡ τεχνική, ἡ τέχνη, ἡ δεξιοτεχνία:
    музыкальная \техника ἡ μουσική ἐπιδεξιότητα· \техника шахматной игры ἡ τέχνη τοῦ σκακιοῦ· овладеть \техникаой κατακτώ τήν τεχνική· 2 (оборудование) ὁ τεχνικός ἐξοπλισμός, ἡ τεχνική/ воен. τά μηχανικά πολεμικά μέσα:
    использовать \техникау в сельском хозяйстве χρησιμοποιώ τήν τεχνική στήν ἀγροτική οἰκονομία· ◊ \техника безопасности μέτρα προστασίας ἀπό δυστυχήματα

    Русско-новогреческий словарь > техника

  • 120 тяга

    тяга
    ж
    1. (в трубе и т. п.) τό τράβηγμα, ὁ ἐλκυσμός:
    в печи́ хорошая \тяга ἡ θερμάστρα τραβάει καλά·
    2. (тянущая сила) ἡ ἐλξη [-ις], ἡ ἐλκυση [-ις]:
    конная \тяга ἡ ἔλξις δι· ἱππων
    3. перен (влечение) ἡ δἰψα, ἡ ἐπιθυμία/ ἡ κλίση [-ις] (склонность):
    \тяга к культуре (к образованию) ἡ δἰψα γιά πολιτισμό (γιά τά γράμματα)· \тяга к музыке ἡ κλίση γιά τή μουσική.

    Русско-новогреческий словарь > тяга

См. также в других словарях:

  • μουσικῇ — μουσική any art over which the Muses presided fem dat sg (attic epic ionic) μουσικός musical fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μουσική — any art over which the Muses presided fem nom/voc sg (attic epic ionic) μουσικός musical fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μουσική — Αρχαιότατες είναι οι μαρτυρίες για τη μουσική εμπειρία. Οι πιο μακρινές ανάγονται στον αιγυπτιακό πολιτισμό, που ήδη τον 4o αι. π.Χ. παρουσίαζε αφθονία πνευστών οργάνων (αυλοί και σάλπιγγες) και έγχορδων (άρπες). Στα αρχαία ινδικά κείμενα (Βέδες) …   Dictionary of Greek

  • μουσική — η 1. η τέχνη της αρμονικής και ρυθμικής συναρμολόγησης των ήχων: Παραδοσιακή μουσική. 2. μουσικότητα, μελωδικότητα: Η φωνή του έχει μουσική. 3. ορχήστρα από μουσικά όργανα: Η μουσική του Δήμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μουσική συνοδεία — Στη μουσική υποδηλώνει το ενόργανο μέρος που χρησιμεύει ως ρυθμικό και αρμονικό στήριγμα στο τραγούδι ή σε ένα όργανο, παρέχοντας ηχητική πληρότητα στο σύνολο. Παρόλα αυτά, η μ.σ. δεν αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της μουσικής (δεν έχει λόγο… …   Dictionary of Greek

  • συγκεκριμένη μουσική — Μουσική που αξιοποιεί, σύμφωνα με ορισμένες θεωρητικές και τεχνικές αρχές, όλες τις πιθανές ηχητικές πηγές. θεωρήθηκε εξέλιξη της κληρονομιάς που άφησε ο Άντον Βέμπερν και είναι αντικείμενο, από το 1948, των πρώτων πειραματισμών και μιας πρώτης… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρονική μουσική — Μουσική από ηλεκτρικά όργανα με γεννήτριες ήχων και με την παρέμβαση ηλεκτρονικών λυχνιών σε ταλαντούμενα κυκλώματα. Η η.μ. είναι το επιστέγασμα πολλών προσπαθειών για την παραγωγή ήχων από πηγές διαφορετικές από εκείνες των παραδοσιακών οργάνων… …   Dictionary of Greek

  • παιδική μουσική — Μουσική γραμμένη για ακρόαση ή εκτέλεση από παιδιά. Η καλή π.μ. χαρακτηρίζεται από ένα συγκεκριμένο θέμα, ζωντανό ποιητικό περιεχόμενο, γραφικές εικόνες και απλή και σαφή μορφή. Στα φωνητικά έργα δίνεται προσοχή στην έκταση της φωνής, στα… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • ποπ μουσική — η, Ν άκλ. μουσική που εμφανίστηκε στις αρχές τής δεκαετίας τού 1960 στη Μεγάλη Βρετανία και έπειτα στις ΗΠΑ, με επιδράσεις από το ροκ εντ ρολ, από τα μπλουζ τών μαύρων, από το τραγούδι φολκ, από τη μουσική κάντρυ καθώς και από την κλασική… …   Dictionary of Greek

  • δωματίου, μουσική — Όρος που καθιερώθηκε τον 19ο αι. και υποδηλώνει συνθέσεις κλασικής μουσικής για ένα ή περισσότερα όργανα, ακόμα και για φωνές με συνοδεία οργάνων (σονάτες, λιντ, τρίο, κουαρτέτα κλπ.), που χρησιμοποιούνται όμως ως σολίστ και όχι ως μέλη ενός… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»