-
1 μουσικός
[мусикос] εκ. музыкальный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μουσικός
-
2 μουσικός
[мусикос] ουσ. а. музыкант.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μουσικός
-
3 музыкальный
-
4 музыкант
-
5 музыкант
ο μουσικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > музыкант
-
6 тонмейстер
(театр., радио, кино) о μουσικός επιμελητήςο ντίσκ-τζόκεϊ, ο Ντι-Τσέι (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тонмейстер
-
7 альтист
альтистм ὁ μουσικός πού παίζει ἄλτο (βιόλα). -
8 музыкальный
музыкальн||ыйприл в разн. знач. μουσικός:\музыкальныйая школа ἡ σχολή μουσικής, ἡ μουσική σχολή· \музыкальныйый вечер ἡ μουσική βραδυά· \музыкальныйая передача ἡ μουσική ἐκπομπή. -
9 музыкант
музыкантм ὁ μουσικός. -
10 странствующий
стра́нств||ующий1. прич. отстра́н-ствовать·2. прил πλανόδιος, περιπλανώμενος:\странствующийующий музыкант ὁ πλανόδιος μουσικός· \странствующийующий рыцарь лит. ὁ περιπλανώμενος (или ὁ πλανόδιος) ἱππότης. -
11 страстный
стра́стн||ыйприл1. (о человеке) θερμός/ μανιώδης (сильно увлекающийся чем-л.):\страстныйый музыкант (театра́л) ὁ μανιώδης μουσικός (θεατρόφιλος)2. (о желании и т. п.) φλογερός, σφοδρός:\страстныйая любовь ὁ φλογερός Ερωτας, ἡ σφοδρή ἀγάπη. -
12 музыкальный
[μουζυκάλ'νυϊ] εκ. μουσικός -
13 музыкант
[μουζυκάντ] ουα. α μουσικός -
14 музыкальный
[μουζυκάλ'νυϊ] επ μουσικός -
15 музыкант
[μουζυκάντ] ουα. α μουσικός -
16 артист
-а α., -ка, -и θ.καλλιτέχνης, -ιδα, αρτίστας, -α (ηθοποιός, τραγουδιστής ή μουσικός εκτελεστής)•народный - λαϊκός καλλιτέχνης•
заслуженный - διακεκριμένος καλλιτέχνης.
-
17 глас
-а α.1. παλ. βλ. голос (1,4,6 σημ.)2. μουσικός εκκλησιαστικός τόνος.εκφρ.вопиющего в пустыне – φωνή βοώντος εν τη ερήμω•ни -а, ни воздыхания – ούτε ανάσα δεν ακουόταν (απόλυτη ησυχία). -
18 до
до 1πρόθ. με γεν. (όριο)1. μέχρι, ως, εως•-последней капли крови ως την τελευταία ρανίδα αίματος•
с головы до ног από το κεφάλι ως τα πόδια•
от Москвы до Афин από τη Μόσχα ως την Αθήνα•
от начала до конца από την αοχή ως το τέλος•
ждать до вечера περιμένω, ως το βράδυ•
отложить до возвращения αναβάλλω ως την επιστροφή•
до сих пор ως τώρα•
мая ως το Μάη•
до завтра ως αύριο.
2. πριν, προ, προτού•заплатить до срока πληρώνω πριν την προθεσμία•
до обеда πριν το μεσημέρι ή πριν το γεύμα•
до нового года ως το τέλος του χρόνου, πριν τον καινούριο χρόνο•
до революции πριν την επανάσταση, προεπαναστατικά•
-нашей эры πρίν.Χριστό•
до отъезда πριν την αναχώρηση•
до войны πριν τον πόλεμο, προπολεμικά•
до темноты πρίν σκοτεινιάσει.
3. (οριο, βαθμό)•до ужаса μέχρι φρίκης•
до чего он хитр τι πονηρός που είναι•
промок до костей βράχηκα μέχρι το κόκκαλο•
мне не до смеху δεν έχω τίποτε το γελείο•
теперь не шуток τώρα δεν έχει (δε χωρούν) αστεία•
некоторой степени ως ένα βαθμό.
|| (ποσοτικό όριο)•это обойдтся до пяти рублей αυτό θά στοιχίσει μέχρι πέντε ρούβλια.
4. περίπου, ίσαμε, ως, περί•их было до двадцати человек αυτοί ήταν περίπου είκοσι άτομα.
5. (σχέση) για•мне не до шуток, не до смеху δεν έχω διάθεση γι' αστεία, για γέλια•
мне не до вас δεν έχω καιρό ν' ασχοληθώ μέ σας•
мне нет до этого αυτό δε με αφορά εμένα, δε μ' ενδιαφέρει.
εκφρ.что до – όσον αφορά•что -меня – όσον αφορά εμένα.до 2ουδ. άκλ. ο μουσικός φθόγγος ντό. -
19 звук
-а α.ήχος• αχή, αχός•слабый звук αδύνατος ήχος•
монотонный звук μονότονος ήχος•
музыкальный звук μουσικός ήχος•
звук голоса ήχος φωνής•
странный звук παράξενος ήχος•
звук выстрела η εκπυρσοκρότηση•
гласный звук το φωνήεν•
согласный звук το σύμφωνο•
чистый звук καθαρός ήχος•
посторонний звук (ράδιο) παράσιτα•
издавать звук ηχώ, αναδίδω, εκπέμπω ήχο•
ни -а ούτε λέξη (δεν πρόφερε)•
скорость -а ταχύτητα ήχου•
под -и музыки υπό τους ήχους της μουσικής.
|| φθόγγος•-и и буквы φθόγγοι και γράμματα.
εκφρ.пустой звук – κούφια λόγια, αερολογήματα•ни -а – ούτε τσιμουδιά, απόλυτη σιγή. -
20 квинта
-ы θ.ο πέμπτος μουσικός φθόγγος κλίμακας. || το διάστημα της πέμπτης. || η λε-τδτερη χορδή μουσικού οργάνου.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μουσικός — musical masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσικός — ή, ό, θηλ. και ος μόνο ως ουσ. (ΑΜ μουσικός, ή, όν, Α δωρ. τ. μωσικός, ά, όν) [μούσα (Ι)] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μουσική τέχνη (α. «μουσική σύνθεση» β. «θέατρα ποιητῶν καὶ κύκλιοι χοροὶ καὶ μουσικὰ ἀκούσματα», Πλάτ.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
μουσικός — ή, ό 1. αυτός που ακούγεται ευχάριστα, ο αρμονικός, ο μελωδικός: Μουσικός ήχος. 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μουσική: Μουσικό όργανο. – Μουσική εκδήλωση. ο, η ο καλλιτέχνης που ασχολείται με τη μουσική, ο μουσικοσυνθέτης, ο εκτελεστής:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μουσικώτερον — μουσικός musical adverbial comp μουσικός musical masc acc comp sg μουσικός musical neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωσικά — μουσικός musical neut nom/voc/acc pl (doric) μωσικά̱ , μουσικός musical fem nom/voc/acc dual (doric) μωσικά̱ , μουσικός musical fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσικωτέρων — μουσικός musical fem gen comp pl μουσικός musical masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσικόν — μουσικός musical masc acc sg μουσικός musical neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσικώτατα — μουσικός musical adverbial superl μουσικός musical neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσικώτατον — μουσικός musical masc acc superl sg μουσικός musical neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωσικόν — μουσικός musical masc acc sg (doric) μουσικός musical neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακομπανιαμέντο — Μουσικός όρος. Βλ. λ. μουσική συνοδεία. * * * (Μουσ.) ρυθμική συνοδεία* φωνητική ή οργανική μιας μελωδιάς … Dictionary of Greek