-
21 noty
μουσική -
22 music
μουσική -
23 muzyka
μουσική -
24 μουσικαί
μουσικήany art over which the Muses presided: fem nom /voc plμουσικόςmusical: fem nom /voc pl -
25 μουσικήν
μουσικήany art over which the Muses presided: fem acc sg (attic epic ionic)μουσικόςmusical: fem acc sg (attic epic ionic) -
26 музыка
-и θ.1. μουσική•инструментальная музыка ενόργανη μουσική•
вокальная -• η φωνητική μουσική•
симфоническая музыка συμφωνική μουσική•
камерная музыка μουσική δωματίου•
танцевальная -μουσική χορού•
духовная музыка εκκλησιαστική μουσική•
духовая музыка μουσική πνευστών οργάνων•
похороны с -ой κηδεία με μουσική•
положить на -у μελοποιώ•
склонность к -е κλίση προς τη μουσική.
2. ορχήστρα•военная музыка η στρατιωτική μουσική.
|| μουσικό όργανο.3. υπόθεση, ασχολία πολυσύνθετη και παρατραβηγμένη.εκφρ.музыка не та ή другая – εντελώς διαφορετικά, άλλο βιολί, όχι, το ίδιο βιολί. -
27 музыка
му́зык||аж ἡ μουσική:симфоническая \музыка ἡ συμφωνική μουσική· камерная \музыка ἡ μουσική δωματίου· легкая \музыка ἡ ἐλαφρά μουσική· танцевальная \музыка ἡ μουσική χοροῦ· учитель \музыкаи ὁ μουσικοδιδάσκαλος. -
28 музыка
музыка ж η μουσική" симфоническая \музыка η συμφωνική μουσική* * *жη μουσικήсимфони́ческая му́зыка — η συμφωνική μουσική
-
29 музыкальный
музыкальн||ыйприл в разн. знач. μουσικός:\музыкальныйая школа ἡ σχολή μουσικής, ἡ μουσική σχολή· \музыкальныйый вечер ἡ μουσική βραδυά· \музыкальныйая передача ἡ μουσική ἐκπομπή. -
30 μουσικήι
μουσικῇ, μουσικήany art over which the Muses presided: fem dat sg (attic epic ionic)μουσικῇ, μουσικόςmusical: fem dat sg (attic epic ionic) -
31 μουσικῆι
μουσικῇ, μουσικήany art over which the Muses presided: fem dat sg (attic epic ionic)μουσικῇ, μουσικόςmusical: fem dat sg (attic epic ionic) -
32 μουσίχ'
μουσικά̱, μουσικήany art over which the Muses presided: fem nom /voc /acc dualμουσικά̱, μουσικήany art over which the Muses presided: fem nom /voc sg (doric aeolic)μουσικαί, μουσικήany art over which the Muses presided: fem nom /voc plμουσικά, μουσικόςmusical: neut nom /voc /acc plμουσικά̱, μουσικόςmusical: fem nom /voc /acc dualμουσικά̱, μουσικόςmusical: fem nom /voc sg (doric aeolic)μουσικέ, μουσικόςmusical: masc voc sgμουσικαί, μουσικόςmusical: fem nom /voc pl -
33 μουσικός
μουσικός, die Musen, Musenkünste betreffend, ἡ μουσική, die Musenkunst, bes. die Tonkunst, Musik; μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ, Pind. Ol. 1, 15; μουσικῆς παιδεύματα, Soph. frg. 779; Eur. Suppl. 906; Gesang, Her. 6, 129; oft bei Plat., der auch sagt ὡς φιλοσοφίας οὔσης μεγίστης μουσικῆς, Phaed. 61 a; vgl. μουσικῇ καὶ πάσῃ φιλοσοφίᾳ προςχρώμενον, Tim. 88 c; μουσικῆς τὸ περὶ λόγους τε καὶ μύϑους, Rep. III, 398 b; Sp. übh. jede höhere künstlerische od. wissenschaftliche Bildung, vgl. Iac. Ach. Tat. p. 437; παρ' ὄχλῳ μουσικώτεροι λέγειν, Eur. Hipp. 989; μουσικὸς ἀνήρ, der sich auf Musenkünste versteht, Tonkünstler u. Dichter, Ar. Equ. 191, wie Plat. Rep. I, 349 e u. öfter; ἀγών, Ar. Plut. 1163 (vgl. ϑέας μουσικὰς καὶ ϑυμελικὰς ἄγειν, Plut. Fab. 4), der auch ἀγῶνα κρῖναι τόνδε μουσικώτατα sagt, Ran. 872, auf eine sehr kunstverständige Weise; Plat. setzt den Lyriker Stesichorus, ἅτε μουσικὸς ὤν, dem Epiker Homer entgegen, Phaedr. 243 a. Ggstz von ἄμουσος, Soph. 253 b, von γραφικός, Crat. 424 a; καὶ ποιητικοὶ ἄνδρες, Legg. VII, 802 b; er vrbdt auch ἡ τῶν νέων ἀκολάκευτος οὐσία πάντων μουσικωτάτη τε καὶ ἀρίστη, die harmonischste, angemessenste, V, 729 a, vgl. ὀρϑῶς ἅμα καὶ μουσικῶς ὠνόμασεν, VII, 816 c; καὶ σωφρόνως ἐρᾶν, Rep. III, 403 a; ἅλας δοὺς μουσικῶς, Euphro Ath. I, 7 e; auch ὄρνεα μουσικά, Luc. V. H. 2, 5; μουσικὰ βρώματα, Dioxip. Ath. III, 100 e.
-
34 musica
[st1]1 [-] mūsĭca, ae, f.: - [abcl][b]a - musique. - [abcl]b - poésie.[/b] - [gr]gr. μουσική, ῆς. - musica socci et cothurni, Aus.: poésie comique et poésie tragique. [st1]2 [-] mūsĭca, ōrum, n.: la musique. - musicis se dedere, Cic.: se livrer à l'étude de la musique.* * *[st1]1 [-] mūsĭca, ae, f.: - [abcl][b]a - musique. - [abcl]b - poésie.[/b] - [gr]gr. μουσική, ῆς. - musica socci et cothurni, Aus.: poésie comique et poésie tragique. [st1]2 [-] mūsĭca, ōrum, n.: la musique. - musicis se dedere, Cic.: se livrer à l'étude de la musique.* * *I.Musica, musicae, vel Musice, musices, pen. corr. Cic. Musique.II.Musica, musicorum. Cic. Musique, Chose faicte. -
35 musice
[st1]1 [-] mūsĭcē, adv.: en musicien, joyeusement. - musice aetatem agere, Plaut.: passer sa vie en parties de plaisir. [st1]2 [-] mūsĭcē, ēs, f.: la musique. - [gr]gr. μουσική, ῆς.* * *[st1]1 [-] mūsĭcē, adv.: en musicien, joyeusement. - musice aetatem agere, Plaut.: passer sa vie en parties de plaisir. [st1]2 [-] mūsĭcē, ēs, f.: la musique. - [gr]gr. μουσική, ῆς.* * *Musice, pen. corr. Aduerbium. Plaut. Entierement, ou Avec grande chere. -
36 заниматься
заниматься 1) (чём-л.) ασ χολούμαι \заниматься музыкой ασχο λούμαι με τη μουσική 2) (учи ться) σπουδάζω, μελετώ 3) (обучать) μαθαίνω, διδάσκω* * *1) (чем-л.) ασχολούμαιзанима́ться му́зыкой — ασχολούμαι με τη μουσική
2) ( учиться) σπουδάζω, μελετώ3) ( обучать) μαθαίνω, διδάσκω -
37 камерный
-
38 любить
любить αγαπώ· любите ли вы музыку? σας αρέσει η μουσική;* * *лю́бите ли вы му́зыку? — σας αρέσει η μουσική
-
39 музыкальность
музыкальн||остьж1. (мелодичность) ἡ μουσικότητα [-ης], ἡ μελωδικότητα [-ης]:\музыкальность речи ἡ μουσική τής ὁμιλίας·2. (человека) перев. оборотом ἡ μουσική προδιάθεση, ἡ μουσικότης. -
40 наслушаться
наслу́ша||тьсясов ἀκοῦω πολλά:\наслушаться му́-зыки ἔχω ἀκούσει πολλή μουσική, χορταίνω μουσική· ◊ слушаю и не \наслушатьсяюсь ἀκούω καί δέν χορταίνω ν'άκούω.
См. также в других словарях:
μουσικῇ — μουσική any art over which the Muses presided fem dat sg (attic epic ionic) μουσικός musical fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσική — any art over which the Muses presided fem nom/voc sg (attic epic ionic) μουσικός musical fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσική — Αρχαιότατες είναι οι μαρτυρίες για τη μουσική εμπειρία. Οι πιο μακρινές ανάγονται στον αιγυπτιακό πολιτισμό, που ήδη τον 4o αι. π.Χ. παρουσίαζε αφθονία πνευστών οργάνων (αυλοί και σάλπιγγες) και έγχορδων (άρπες). Στα αρχαία ινδικά κείμενα (Βέδες) … Dictionary of Greek
μουσική — η 1. η τέχνη της αρμονικής και ρυθμικής συναρμολόγησης των ήχων: Παραδοσιακή μουσική. 2. μουσικότητα, μελωδικότητα: Η φωνή του έχει μουσική. 3. ορχήστρα από μουσικά όργανα: Η μουσική του Δήμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μουσική συνοδεία — Στη μουσική υποδηλώνει το ενόργανο μέρος που χρησιμεύει ως ρυθμικό και αρμονικό στήριγμα στο τραγούδι ή σε ένα όργανο, παρέχοντας ηχητική πληρότητα στο σύνολο. Παρόλα αυτά, η μ.σ. δεν αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της μουσικής (δεν έχει λόγο… … Dictionary of Greek
συγκεκριμένη μουσική — Μουσική που αξιοποιεί, σύμφωνα με ορισμένες θεωρητικές και τεχνικές αρχές, όλες τις πιθανές ηχητικές πηγές. θεωρήθηκε εξέλιξη της κληρονομιάς που άφησε ο Άντον Βέμπερν και είναι αντικείμενο, από το 1948, των πρώτων πειραματισμών και μιας πρώτης… … Dictionary of Greek
ηλεκτρονική μουσική — Μουσική από ηλεκτρικά όργανα με γεννήτριες ήχων και με την παρέμβαση ηλεκτρονικών λυχνιών σε ταλαντούμενα κυκλώματα. Η η.μ. είναι το επιστέγασμα πολλών προσπαθειών για την παραγωγή ήχων από πηγές διαφορετικές από εκείνες των παραδοσιακών οργάνων… … Dictionary of Greek
παιδική μουσική — Μουσική γραμμένη για ακρόαση ή εκτέλεση από παιδιά. Η καλή π.μ. χαρακτηρίζεται από ένα συγκεκριμένο θέμα, ζωντανό ποιητικό περιεχόμενο, γραφικές εικόνες και απλή και σαφή μορφή. Στα φωνητικά έργα δίνεται προσοχή στην έκταση της φωνής, στα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
ποπ μουσική — η, Ν άκλ. μουσική που εμφανίστηκε στις αρχές τής δεκαετίας τού 1960 στη Μεγάλη Βρετανία και έπειτα στις ΗΠΑ, με επιδράσεις από το ροκ εντ ρολ, από τα μπλουζ τών μαύρων, από το τραγούδι φολκ, από τη μουσική κάντρυ καθώς και από την κλασική… … Dictionary of Greek
δωματίου, μουσική — Όρος που καθιερώθηκε τον 19ο αι. και υποδηλώνει συνθέσεις κλασικής μουσικής για ένα ή περισσότερα όργανα, ακόμα και για φωνές με συνοδεία οργάνων (σονάτες, λιντ, τρίο, κουαρτέτα κλπ.), που χρησιμοποιούνται όμως ως σολίστ και όχι ως μέλη ενός… … Dictionary of Greek