-
81 изголодаться
ρ.σ.1. λίγώνομαι από την πείνα.2. μτφ. θέλω, επιθυμώ πολύ, ;. έχω όρεξη•-лся по хорошей музыке διψώ για καλή μουσική.
-
82 инструментальный
επ.των εργαλείων για εργαλεία•-ая кладовая αποθήκη εργαλείων•
-ая сталь ατσάλι για εργαλεία.
ουσ. θ. -ая εργαστήρι εργαλείων. || ενόργανος•-ая музыка ενόργανη μουσική.
-
83 исполнительство
-а ουδ.εκτέλεση• απόδοση•высокое музыкальное исполнительство μεγάλη μουσική απόδοση.
-
84 казачок
-чка α. κοζακόπουλο. || νεαρός κοζάκος-υπημέτης (παλ.).κοζάκικος χορός• κοζάκικη μουσική. -
85 камерный
επ.1. του κελιού της φυλακής•-сторож φύλακας κελιού φυλακής.
2. θαλαμωτός.3. του θαλάμου.4. του δωματίου•-ая музыка μουσική δωματίου.
-
86 кантата
-ы θ.καντάδα (μουσική ή στίχος). -
87 концерт
-а α.συναυλία, κονσέρτο•симфонический концерт συμφωνική συναυλία•
дать концерт δίνω συναυλία.
εκφρ.кошачий концерт – α) γατοκραυγές, γατοουρλιαχτό. β) δυσαρμονική μουσική. -
88 концертный
επ.της συναυλίας•-зал αίθουσα συναυλιών•
-ая музыка μουσική συναυλίας•
концертный рояль πιάνο συναυλίας (μεγάλου μεγέθους).
-
89 краковяк
-а α.χορός πολωνικός καθώς και η μουσική του. -
90 красивый
επ., βρ: -сив, -а, -о- όμορφος, ωραίος. || αρεστός, θελκτικός, συναρπαστικός. || ευχάριστος, αγλαός•-ая музыка ωραία μουσική•
-ая жизнь ωραία ζωή•
-ая фраза ωραία φράση.
-
91 крюк
-а, πλθ. крючья-ьев κ. крюки-ов α.1. (πλθ. -и κ. σπάνια «крючья») άγκιστρο, γάντζος, αρπάγη, κοράκι, αγκρίφι.2. (πλθ. -и) μάνταλο αγκιστρωτό. || τσιγγέλι. || στροφή, κύκλος, κορδέλα (για δρόμο).3. (πλθ. -и) νότες αγκιστροειδείς εκκλησιαστικής μουσική (11-18 αι.). -
92 культовый
επ.λατρευτικός, της λατρείας• θρησκευτικός•-ые здания οι ναοί•
-ая музыка εκκλησιαστική μουσική.
-
93 матлот
-
94 метрика
-
95 молдовеняска
-и θ.μολδάβικος χορός καθώς και η μουσική του. -
96 насладить
-ажу, -адишьρ.σ.μ. (γραπ. λόγο|ς) ευφραίνω, τέρπω•насладить взор τέρπω την όραση•
насладить слух музыкой ευφραίνω την ακοή με τη μουσική.
ευφραίνομαι, τέρπομαι, ηδύνομαι, απολαβαίνω. -
97 неравнодушный
επ., βρ: -шен, -шна, -шноόχι αδιάφορος• με ενδιαφέρο•-шен к музыке όχι αδιάφορος προς τη μουσική•
он -шен к ней τον πονάει γι αυτήν.
-
98 неспособный
επ., βρ: -бен, -бна, -бно.1. ανίκανος, αδέξιος• ακατάλληλος άπειρος•к борьбе ανίκανος για αγώνα•
неспособный к музыке ακατάλληλος για μουσική.
2. μη βολικός, δύσκολος, δυσχερής. -
99 опереточный
επ.1. της οπερέτας•-ая музыка μουσική οπερέτας.
2. μτφ. ψεύτικος κίβδηλος, απατηλός•опереточный король οπερέτικος βασιλιάς.
-
100 охота
охота 1-ы θ.κυνήγι, θήρα•медвежья охота κυνήγι αρκούδων•
охота на волков κυνήγι λύκων•
идти (ехать) на -у πηγαίνω κυνήγι•
пристраститься к -е με πιάνει μανία κυνηγιού•
псовая охота κυνήγι με σκυλιά;
τα μέσα κυνηγιού (σκυλιά, γεράκια, παγίδες κ.τ.τ.).охота 2-ы θ.επιθυμία, διάθεση, όρεξη, αποθυμιά• κλίση, τάση, ζήλος•у него большая охота учиться αυτός έχει μεγάλο ζήλο για γράμματα•
у него нет -ы к музыке αυτός δεν έχει κλίση στη μουσική•
отбить -у κόβω την όρεξη (διάθεση)•
он всё делает с -ой αυτός όλα τα κάνει πρόθυμα.
εκφρ.охота тебе (делать что) – γιατί, τι σου αρέσει, τι θέλεις•что за охота – τι σας αρέσει•в -у:α) όσο θέλω, κατά βούληση, με την ψυχή μου• отдыхай в -у – ξεκουράσου όσο θέλεις• спи в -у – κοιμήσου όσο θέλεις•β) ως κατηγ. θέλω, μου αρέσει• вам уже надоело, а ему в -у посмотреть – εσείς πια βαρεθήκατε, αυτός όμως θέλει να κοιτάξει.
См. также в других словарях:
μουσικῇ — μουσική any art over which the Muses presided fem dat sg (attic epic ionic) μουσικός musical fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσική — any art over which the Muses presided fem nom/voc sg (attic epic ionic) μουσικός musical fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσική — Αρχαιότατες είναι οι μαρτυρίες για τη μουσική εμπειρία. Οι πιο μακρινές ανάγονται στον αιγυπτιακό πολιτισμό, που ήδη τον 4o αι. π.Χ. παρουσίαζε αφθονία πνευστών οργάνων (αυλοί και σάλπιγγες) και έγχορδων (άρπες). Στα αρχαία ινδικά κείμενα (Βέδες) … Dictionary of Greek
μουσική — η 1. η τέχνη της αρμονικής και ρυθμικής συναρμολόγησης των ήχων: Παραδοσιακή μουσική. 2. μουσικότητα, μελωδικότητα: Η φωνή του έχει μουσική. 3. ορχήστρα από μουσικά όργανα: Η μουσική του Δήμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μουσική συνοδεία — Στη μουσική υποδηλώνει το ενόργανο μέρος που χρησιμεύει ως ρυθμικό και αρμονικό στήριγμα στο τραγούδι ή σε ένα όργανο, παρέχοντας ηχητική πληρότητα στο σύνολο. Παρόλα αυτά, η μ.σ. δεν αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της μουσικής (δεν έχει λόγο… … Dictionary of Greek
συγκεκριμένη μουσική — Μουσική που αξιοποιεί, σύμφωνα με ορισμένες θεωρητικές και τεχνικές αρχές, όλες τις πιθανές ηχητικές πηγές. θεωρήθηκε εξέλιξη της κληρονομιάς που άφησε ο Άντον Βέμπερν και είναι αντικείμενο, από το 1948, των πρώτων πειραματισμών και μιας πρώτης… … Dictionary of Greek
ηλεκτρονική μουσική — Μουσική από ηλεκτρικά όργανα με γεννήτριες ήχων και με την παρέμβαση ηλεκτρονικών λυχνιών σε ταλαντούμενα κυκλώματα. Η η.μ. είναι το επιστέγασμα πολλών προσπαθειών για την παραγωγή ήχων από πηγές διαφορετικές από εκείνες των παραδοσιακών οργάνων… … Dictionary of Greek
παιδική μουσική — Μουσική γραμμένη για ακρόαση ή εκτέλεση από παιδιά. Η καλή π.μ. χαρακτηρίζεται από ένα συγκεκριμένο θέμα, ζωντανό ποιητικό περιεχόμενο, γραφικές εικόνες και απλή και σαφή μορφή. Στα φωνητικά έργα δίνεται προσοχή στην έκταση της φωνής, στα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
ποπ μουσική — η, Ν άκλ. μουσική που εμφανίστηκε στις αρχές τής δεκαετίας τού 1960 στη Μεγάλη Βρετανία και έπειτα στις ΗΠΑ, με επιδράσεις από το ροκ εντ ρολ, από τα μπλουζ τών μαύρων, από το τραγούδι φολκ, από τη μουσική κάντρυ καθώς και από την κλασική… … Dictionary of Greek
δωματίου, μουσική — Όρος που καθιερώθηκε τον 19ο αι. και υποδηλώνει συνθέσεις κλασικής μουσικής για ένα ή περισσότερα όργανα, ακόμα και για φωνές με συνοδεία οργάνων (σονάτες, λιντ, τρίο, κουαρτέτα κλπ.), που χρησιμοποιούνται όμως ως σολίστ και όχι ως μέλη ενός… … Dictionary of Greek