-
1 μουνογενής
μουνο-γενής, [suff] μουνό-γονος, [suff] μουνό-λιθος, [suff] μουνο-μήτωρ, [suff] μουνο-τόκος, [full] μουνόω, etc., v. μονο-.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μουνογενής
-
2 μονοτόκος
II = μονότεκνος, ζῷα Plu.2.93f, cf. Call.Ap.54, Nonn.D.6.31.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονοτόκος
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский