-
1 μονάζω
A to be alone, AP5.65 (Rufin.); live in solitude,στρουθίον μονάζον ἐπὶ δώματι LXX Ps.101(102).7
, cf. Iamb.VP3.14; μ. ἐν ταῖς ἐρημίαις ib.35.253.2 Gramm., of words, to be a solitary instance, Hdn.Gr.2.913.3 trans., individualize, Eust.349.35:—[voice] Pass., to be made one,τῇ συμφυΐᾳ Id.1321.28
.II ἡ μονὰς ἑαυτὴν μονάσασα unity multiplied into itself, Iamb.in Nic.p.60 P.
См. также в других словарях:
εννοιάζομαι — και γνοιάζομαι και νοιάζομαι (Μ ἐννοιάζομαι) 1. φροντίζω, ενδιαφέρομαι, μεριμνώ 2. υπονοιάζομαι, υποψιάζομαι, αντιλαμβάνομαι μσν. Ι. (ενεργ. και μέσ.) (ἐ)γνοιάζω και (ἐ)γνοιάζομαι 1. φροντίζω, μεριμνώ, ενδιαφέρομαι 2. σκέπτομαι ΙΙ. (μόν. το μέσ.) … Dictionary of Greek