-
1 μονό-χροος
μονό-χροος, zsgzgn μονό-χρους, ουν, einfarbig, Arist. gener. an. 5, 6 u. Sp.
-
2 μονόχροος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονόχροος
См. также в других словарях:
μονόχρους — μονόχρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που έχει ένα μόνο χρώμα, ο μονόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + χρους (< χρόος < χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. ερυθρό χρους, πολύ χρους] … Dictionary of Greek