-
1 μοναχικός
μοναχικόςof: masc nom sg -
2 μοναχικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοναχικός
-
3 μοναχικός
1) lone2) lonesome3) solitaryΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μοναχικός
-
4 μοναχικά
μοναχικόςof: neut nom /voc /acc plμοναχικά̱, μοναχικόςof: fem nom /voc /acc dualμοναχικά̱, μοναχικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
5 μοναχικόν
μοναχικόςof: masc acc sgμοναχικόςof: neut nom /voc /acc sg -
6 μοναχικούς
μοναχικόςof: masc acc pl -
7 μοναχική
μοναχικόςof: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
8 μοναχικήν
μοναχικόςof: fem acc sg (attic epic ionic) -
9 μοναχικών
-
10 μοναχικῶν
-
11 μοναχική
-
12 μοναχικῇ
-
13 μοναχικήι
-
14 μοναχικῆι
-
15 μοναχικής
-
16 μοναχικῆς
-
17 μοναχικοίς
-
18 μοναχικοῖς
-
19 μοναχικού
-
20 μοναχικοῦ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μοναχικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναχικός — ή, ό (ΑΜ μοναχικός, Μ και μοναχιχός, ή, όν) [μοναχός] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει σε μοναχό, ο μοναστικός («περιεβλήθη το μοναχικό σχήμα») νεοελλ. 1. απόμερος, απομονωμένος («μοναχικό σπίτι») 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε… … Dictionary of Greek
μοναχικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε μοναχούς, μοναστικός, καλογερίστικος: Μοναχικός βίος. 2. αυτός που είναι μόνος, απομονωμένος: Αγόρασε ένα μοναχικό σπίτι για να περνάει τα καλοκαίρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μοναχικά — μοναχικός of neut nom/voc/acc pl μοναχικά̱ , μοναχικός of fem nom/voc/acc dual μοναχικά̱ , μοναχικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναχικῶν — μοναχικός of fem gen pl μοναχικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναχικόν — μοναχικός of masc acc sg μοναχικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναχικοῖς — μοναχικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναχικοῦ — μοναχικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναχικούς — μοναχικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναχικῆς — μοναχικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναχικῇ — μοναχικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)