Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μοναχικός

См. также в других словарях:

  • μοναχικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναχικός — ή, ό (ΑΜ μοναχικός, Μ και μοναχιχός, ή, όν) [μοναχός] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει σε μοναχό, ο μοναστικός («περιεβλήθη το μοναχικό σχήμα») νεοελλ. 1. απόμερος, απομονωμένος («μοναχικό σπίτι») 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε… …   Dictionary of Greek

  • μοναχικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε μοναχούς, μοναστικός, καλογερίστικος: Μοναχικός βίος. 2. αυτός που είναι μόνος, απομονωμένος: Αγόρασε ένα μοναχικό σπίτι για να περνάει τα καλοκαίρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μοναχικά — μοναχικός of neut nom/voc/acc pl μοναχικά̱ , μοναχικός of fem nom/voc/acc dual μοναχικά̱ , μοναχικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναχικῶν — μοναχικός of fem gen pl μοναχικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναχικόν — μοναχικός of masc acc sg μοναχικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναχικοῖς — μοναχικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναχικοῦ — μοναχικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναχικούς — μοναχικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναχικῆς — μοναχικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναχικῇ — μοναχικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»