Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

μοίρας

  • 1 эскадренный

    επ.
    της μοίρας•

    -ые судна τα σκάφη της μοίρας.

    || μεγάλος•

    эскадренный крейсер μεγάλο θωρηκτό•

    эскадренный миноносец το αντιτορπιλικό.

    Большой русско-греческий словарь > эскадренный

  • 2 минута

    1. (единица измерения времени) το λεπτό, η στιγμή
    тарифная - προς πληρωμή^), η ταρίφα (ξεν.)
    2. (единица измерения углов и дуг) το λεπτό της μοίρας/του τόξου.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > минута

  • 3 дивизионный

    дивизион||ный
    прил τής μοίρας (относящийся к дивизиону)! τής μεραρχίας (относящийся к дивизии).

    Русско-новогреческий словарь > дивизионный

  • 4 удар

    удар
    м
    1. τό χτύπημα, τό κτύπημα/ ὁ κτύπος (о звуке):
    \удар саблей ἡ σπαθιά· \удар ного́й ἡ κλωτσιά, τό λάκτισμα· \удар хлыстом τό κτύπημα μέ τό μαστίγιο, ἡ καμι-τσικιά· \удар грома ἡ βροντή· \удар колокола ὁ χτύπος τής καμπάνας, ἡ κωδωνοκρου-σία· главный \удар воен. τό κύριο[ν] κτύπημα· \удар в спину перен τό πισώπλατο χτύπημά одним \ударом διά μιᾶς· наносить \удар καταφέρω κτύπημα·
    2. перен (потрясение) τό χτύπημα, τό δυστύχημα:
    \удары судьбы τά χτυπήματα τής μοίρας, οἱ συμφορές·
    3. (кровоизлияние в мозг) ἡ ἀποπληξία· 4.:
    солнечный \удар ἡ ἡλίαση[-ις]·
    5. спорт.:
    штрафной \удар τό φάουλ· ◊ одним \ударом двух зайцев убить погов. μ' ἕνα σμπάρο δυό τρυγόνια· быть в \ударе εἶμαι σέ φόρμα· ставить под \удар ἐκθέτω σέ κίνδυνο.

    Русско-новогреческий словарь > удар

  • 5 minute

    I ['minit] noun
    1) (the sixtieth part of an hour; sixty seconds: It is twenty minutes to eight; The journey takes thirty minutes; a ten-minute delay.) λεπό(της ώρας)
    2) (in measuring an angle, the sixtieth part of a degree; sixty seconds: an angle of 47° 50′ (= forty-seven degrees, fifty minutes).) λεπτό της μοίρας
    3) (a very short time: Wait a minute; It will be done in a minute.) στιγμή
    4) (a particular point in time: At that minute, the telephone rang.) στιγμή
    5) ((in plural) the notes taken at a meeting recording what was said: The chairman asked for this decision to be recorded in the minutes.) πρακτικά
    - the minute that
    - the minute
    - to the minute
    - up to the minute
    II adjective
    1) (very small: The diamonds in the brooch were minute.) μικροσκοπικός
    2) (paying attention to the smallest details: minute care.) σχολαστικός
    - minuteness

    English-Greek dictionary > minute

  • 6 дивизионный

    επ.
    του ουλαμού• της μοίρας• -- командир διοικητής ουλαμού, ουλαμηγός. || μεραρχιακός, της μεραρχίας•

    дивизионный штаб το επιτελείο της μεραρχίας.

    Большой русско-греческий словарь > дивизионный

  • 7 перст

    α. παλ.
    δάχτυλο (χεριού).
    εκφρ.
    один как перст – έρημος και μόνος, σαν την καλαμιά στον κάμπο παντέρημος•
    перст судьбы ή провидения, рокаπαλ.
    επιταγή της μοίρας.

    Большой русско-греческий словарь > перст

  • 8 предназначение

    ουδ.
    1. προορισμός•

    исполнить своё предназначение εκπληρώνω τον προορισμό μου.

    2. παλ. το πεπρωμένο, το μοιραίο, της μοίρας το γραφτό.

    Большой русско-греческий словарь > предназначение

  • 9 секунда

    θ.
    1. δευτερόλεπτο της ώρας ή μοίρας.
    2. (μουσ.) το διάστημα μεταξύ δυο φθόγγων. || (μουσ.) το σεγκόντο.
    εκφρ.
    в (одну) -у – στο λεπτό, σ ένα λεπτό•
    секунда в -у – α) κατά δευτερόλεπτο, β) στο δευτερόλεπτο (αμέσως, πάραυτα)•
    одну -у – (περίμενε) ένα δευτερόλεπτο.

    Большой русско-греческий словарь > секунда

См. также в других словарях:

  • μοιράς — μοιράς, άδος, ἡ (Α) [μοίρα] (δ. γρφ.) μοιρίς* …   Dictionary of Greek

  • Μοίρας — Μοίρᾱς , Μοῖρα part fem acc pl Μοίρᾱς , Μοῖρα part fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοίρας — μοίρᾱς , μοῖρα part fem acc pl μοίρᾱς , μοῖρα part fem gen sg (attic doric aeolic) μοίρᾱς , μοῖρα part fem acc pl (ionic) μοίρᾱς , μοῖρα part fem gen sg (attic doric ionic aeolic) μοίρᾱς , μοιράω share pres ind act 2nd sg (attic) μοίρᾱς ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο …   Dictionary of Greek

  • Σοφοκλής — I Αρχαίος Έλληνας τραγικός (Αθήνα 496 406 π.Χ.). Γιος ενός οπλοποιού, το 480 ήταν επικεφαλής του νικητήριου χορού των εφήβων κατά τον εορτασμό της νίκης της Σαλαμίνας. Το 468 σημείωσε την πρώτη νίκη στους δραματικούς αγώνες νικώντας τον Αισχύλο… …   Dictionary of Greek

  • λεπτό — Υποδιαίρεση μονάδων μέτρησης (βλ. λ. μέτρηση και μέτρο). 1. Χρονική μονάδα ίση με το ένα εξηκοστό της ώρας. 2. Μονάδα μέτρησης γωνιών, ίση με το ένα εξηκοστό της μοίρας. 3. Νομισματική μονάδα, ίση με το ένα εκατοστό του ευρώ. * * * και λεφτό, το… …   Dictionary of Greek

  • επινεφρίδια — Ενδοκρινείς αδένες των σπονδυλωτών. Ο άνθρωπος και τα άλλα θηλαστικά φέρουν δύο ε., από ένα, σαν κάλυμμα, στον πάνω πόλο κάθε νεφρού. Πρόκειται για αδένες σχετικά μικρούς σε όγκο, που το συνολικό τους βάρος κυμαίνεται στον άνθρωπο από 8 έως 10 γρ …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Σπιρίντοφ, Γκριγκόρι Αντρέγεβιτς — Ρώσος ναύαρχος (1713 1790). Κατατάχθηκε από παιδί ακόμα, στο πολεμικό ναυτικό και το 1733 έγινε αξιωματικός. Πήρε μέρος στον Επταετή πόλεμο (1756 63) και διακρίθηκε στην πολιορκία του φρουρίου Κόλμπεργκ ως διοικητής αποβατικού τμήματος. Το 1762… …   Dictionary of Greek

  • PARCAE — filiae Iovis ex Themide, an ex Nocte, Chao, Necessitate? etc. Deae fatales, humanae vitae stamina dispensantes. Dictae autem videntur Parcae a partu, teste Varrone, loc. cit. eo quod nascentibus hominibus bona malaque conferre censeantur. Sed… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αίσα — (Aishah, 614; – Μεδίνα 678 μ.X.). Η τρίτη και πιο αγαπημένη από τις συζύγους του Μωάμεθ. Ο προφήτης την παντρεύτηκε όταν η Α. ήταν σε ηλικία επτά ετών, για να εξασφαλίσει την εύνοια του πατέρα της Αμπού Μπακρ, ισχυρού φύλαρχου. Η Α. ήταν η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»