Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

μνη

  • 1 матрас

    матрас, матрац
    м τό στρώμα, ἡ στρω-μνή, τό στρωμάτσο:
    волосяной \матрас τό τρίχινο στρώμα· соломенный \матрас τό ἀχυρένιο στρώμα· пружинный \матрас τό σομμιέ.

    Русско-новогреческий словарь > матрас

  • 2 матрац

    матрас, матрац
    м τό στρώμα, ἡ στρω-μνή, τό στρωμάτσο:
    волосяной \матрац τό τρίχινο στρώμα· соломенный \матрац τό ἀχυρένιο στρώμα· пружинный \матрац τό σομμιέ.

    Русско-новогреческий словарь > матрац

См. также в других словарях:

  • μνήμαθ' — μνή̱ματα , μνῆμα memorial neut nom/voc/acc pl μνή̱ματι , μνῆμα memorial neut dat sg μνή̱ματε , μνῆμα memorial neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μνήματ' — μνή̱ματα , μνῆμα memorial neut nom/voc/acc pl μνή̱ματι , μνῆμα memorial neut dat sg μνή̱ματε , μνῆμα memorial neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μνήσω — Μνή̱σω , Μνῆσος masc nom/voc/acc dual Μνή̱σω , Μνῆσος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μνημάτων — μνη̱μάτων , μνῆμα memorial neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μνήμασι — μνή̱μασι , μνῆμα memorial neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μνήμασιν — μνή̱μασιν , μνῆμα memorial neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μνήματα — μνή̱ματα , μνῆμα memorial neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μνήματι — μνή̱ματι , μνῆμα memorial neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μνήματος — μνή̱ματος , μνῆμα memorial neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μνήσων — Μνή̱σων , Μνῆσος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίμνη — Φυσική κοιλότητα (λεκάνη) της επιφάνειας της Γης, γεμάτη γλυκό ή υφάλμυρο νερό. Όταν μια λ. έχει δημιουργηθεί από την τεχνητή απόφραξη μιας κοιλάδας με φράγμα, τότε ονομάζεται τεχνητή λ. Τα περισσότερα χαρακτηριστικά των λ. (βάθος, αλμυρότητα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»