Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

μισώ

См. также в других словарях:

  • μισώ — μισώ, μίσησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… …   Dictionary of Greek

  • μισώ — μίσησα, μισήθηκα, μισημένος, απεχθάνομαι κάποιον και επιθυμώ να πάθει κακό, αποστρέφομαι κάτι: Μισούσε τα γράμματα, γι’ αυτό άφησε νωρίς το σχολείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μισῶ — μῑσῶ , μισέω hate pres subj act 1st sg (attic epic doric) μῑσῶ , μισέω hate pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κηπωρὸν μισῶ τὸν ἐκ ρίζων ἐκτέμνοντα τὰ λάχανα. — κηπωρὸν μισῶ τὸν ἐκ ρίζων ἐκτέμνοντα τὰ λάχανα. См. Доброго пастыря дело овец стричь, а кожи не снимать …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Σοφὴν δὲ μισῶ μὴ γὰρ ἐν γ’ἐμοῖς δόμοις. — См. Синий чулок …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • οδύσ(σ)ομαι — ὀδύσ(σ)ομαι και, επικ. τ., ὀδυίομαι (Α) 1. οργίζομαι με κάποιον, θυμώνω 2. μισώ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀδύσ(σ)ομαι προέρχεται από ένα αμάρτυρο ρ. *ὀδύομαι (πρβλ. ηπ ύω, ιδρ ύω, μεθ ύω). Το ρ. *ὀδύομαι παράγεται πιθ. από ένα αμάρτυρο ουσιαστικό… …   Dictionary of Greek

  • ненавидѣти — НЕНАВИ|ДѢТИ (230), ЖОУ, ДИТЬ гл. Ненавидеть, испытывать отвращение: Ѥ ли ти жена д҃шевьна то не изгони ѥ˫а. и ненавидѧшти тебе не вѣрѹи ѥи. (μισούσῃ) Изб 1076, 159 об.; Ненавидѧи же добра врагъ. ЖФП XII, 66в; зъловѣрьны˫а. ненавид˫ащи.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αλληλομισούμαι — ( έομαι) και μισιέμαι μισούμαι από κάποιον και ταυτόχρονα τόν μισώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + μισώ ( ούμαι, ιέμαι)] …   Dictionary of Greek

  • εχθραίνω — ἐχθραίνω (ΑΜ) [έχθρα] (μεταγ. τ. τού εχθαίρω) 1. μισώ, εχθρεύομαι 2. βρίσκομαι σε εχθρικές σχέσεις με κάποιον, είμαι εχθρός («δύο ἀδελφοὶ ἐχθραίνοντες ἀλλήλοις», Τζέτζ.) 3. κάνω κάποιον εχθρικό, μισητό («τὰς Ἑλληνίδας πόλεις ἤχθραινε τῷ Δαρείῳ»… …   Dictionary of Greek

  • θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»