Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μισόλογος

  • 1 μισόλογος

    μῑσόλογος, μῑσόλογος
    hating argument: masc /fem nom sg
    μῑσόλογος, μισόλογος
    hating argument: masc /fem nom sg

    Morphologia Graeca > μισόλογος

  • 2 μισόλογος

    A hating argument or discussion, Pl.Phd. 89d, R. 411d, Gal.10.108; opp. φιλόλογος, Pl.La. 188c.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μισόλογος

  • 3 μισολόγως

    μῑσολόγως, μῑσόλογος
    hating argument: adverbial
    μῑσολόγως, μῑσόλογος
    hating argument: masc /fem acc pl (doric)
    μῑσολόγως, μισόλογος
    hating argument: adverbial
    μῑσολόγως, μισόλογος
    hating argument: masc /fem acc pl (doric)

    Morphologia Graeca > μισολόγως

  • 4 μισόλογον

    μῑσόλογον, μῑσόλογος
    hating argument: masc /fem acc sg
    μῑσόλογον, μῑσόλογος
    hating argument: neut nom /voc /acc sg
    μῑσόλογον, μισόλογος
    hating argument: masc /fem acc sg
    μῑσόλογον, μισόλογος
    hating argument: neut nom /voc /acc sg

    Morphologia Graeca > μισόλογον

  • 5 μισολόγους

    μῑσολόγους, μῑσόλογος
    hating argument: masc /fem acc pl
    μῑσολόγους, μισόλογος
    hating argument: masc /fem acc pl

    Morphologia Graeca > μισολόγους

  • 6 μισολόγων

    μῑσολόγων, μῑσόλογος
    hating argument: masc /fem /neut gen pl
    μῑσολόγων, μισόλογος
    hating argument: masc /fem /neut gen pl

    Morphologia Graeca > μισολόγων

  • 7 μισόλογοι

    μῑσόλογοι, μῑσόλογος
    hating argument: masc /fem nom /voc pl
    μῑσόλογοι, μισόλογος
    hating argument: masc /fem nom /voc pl

    Morphologia Graeca > μισόλογοι

  • 8 φιλόλογος

    A fond of words, talkative,

    οἶνος φιλολόγους ποιεῖ Alex. 284

    ; φ. καὶ πολύλογος, opp. βραχύλογος, of Athens, opp. Sparta, Pl.Lg. 641e; fond of speaking, of Socrates, Id.Phdr. 236e.
    II fond of dialectic, fond of philosophical argument, opp. μισόλογος, Id.La. 188c;

    φ. γ' εἶ καὶ χρηστός Id.Tht. 161a

    ;

    ὁ φιλόσοφός τε καὶ ὁ φ. Id.R. 582e

    , cf. Epicur.Sent.Vat.74, Phld.Lib.p.48 O.
    2 fond of learning and literature, literary,

    Λακεδαιμόνιοι.. ἥκιστα φ. ὄντες Arist.Rh. 1398b14

    ;

    φύσει Ἀθηναῖοι φ. Str.2.3.7

    : opp. λογόφιλος(lover of reason), Zeno Stoic.1.67;

    φιλολόγῳ ὑποκατακλίνεσθαι φιλομαθῆ Plu. 2.618e

    , cf. 419d; opp. ἀπαίδευτος, Stob.4.22.107: opp. πολιτικός, Plu.Luc.42.
    3 student, scholar, first used by Eratosthenes of himself, Suet.Gramm.10, cf. Str.14.5.15, D.H.Comp.25, Arr.Epict.2.4.1, Gal. Libr.Propr.Prooem.: but

    φιλόλογος ὁ φιλῶν λόγους καὶ σπουδάζων περὶ παιδείαν· οἱ δὲ νῦν ἐπὶ τοῦ ἐμπείρου τιθέασιν, οὐκ ὀρθῶς Phryn. 371

    .
    4 of books, learned, Cic.Att.13.12.3 ([comp] Comp.): suitable for a literary man, connected with learning, ib.15.15.2. Adv.

    - λόγως

    learnedly,

    Poll.4.11

    , Arg.Ar.Ra.
    5 φ. multa, much learned conversation, Cic.Att.13.52.2.
    III studious of words, opp. φιλόσοφος, Plot. ap. Porph.Plot.14, etap.Procl. in Ti.1.86 D., etc. (Freq. written parox. φιλολόγος in codd., as Pl.Tht. 161a (cod.B), EM406.10: but φιλόλογος Hdn.Gr.1.233 (from λόγος, not λέγω).)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλόλογος

См. также в других словарях:

  • μισόλογος — μισόλογος, ον (Α) αυτός που απεχθάνεται τις διαλεκτικές συζητήσεις, τα επιχειρήματα, τους λόγους, τις ομιλίες. επίρρ... μισολόγως (Α) με μίσος κατά τών λόγων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + λογος*] …   Dictionary of Greek

  • μισόλογος — μῑσόλογος , μῑσόλογος hating argument masc/fem nom sg μῑσόλογος , μισόλογος hating argument masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισολόγως — μῑσολόγως , μῑσόλογος hating argument adverbial μῑσολόγως , μῑσόλογος hating argument masc/fem acc pl (doric) μῑσολόγως , μισόλογος hating argument adverbial μῑσολόγως , μισόλογος hating argument masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισόλογον — μῑσόλογον , μῑσόλογος hating argument masc/fem acc sg μῑσόλογον , μῑσόλογος hating argument neut nom/voc/acc sg μῑσόλογον , μισόλογος hating argument masc/fem acc sg μῑσόλογον , μισόλογος hating argument neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Gaudeamus igitur — (lateinisch für Lasst uns also fröhlich sein!), auch bekannt unter dem Titel De brevitate vitae (lat. für Über die Kürze des Lebens), ist ein Studentenlied mit lateinischem Text und gilt als das berühmteste traditionelle Studentenlied der… …   Deutsch Wikipedia

  • -λογος — (AM λογος) β συνθετικό πολλών προπαροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, στα οποία ο λόγος, με τη σημασία τής ομιλίας, επέχει θέση αντικειμένου τού α συνθετικού, που είναι ρήμα (φιλόλογος «φιλώ τον λόγο», δωσίλογος… …   Dictionary of Greek

  • μισολογία — μισολογία, ἡ (Α) [μισόλογος] 1. μίσος, απέχθεια προς τους λόγους, προς τις συζητήσεις, προς την επιχειρηματολογία («ἐπιχειρῶν δὲ τοῑς νέοις διαλέγεσθαι... ὑπὸ τῶν ἀρχόντων ἐκωλύθη δι ἀγροικίαν αὐτῶν καὶ μισολογίαν», Πλούτ.) 2. αποστροφή προς τις… …   Dictionary of Greek

  • μισολογώ — μισολογῶ, έω (Α) [μισόλογος] 1. απεχθάνομαι τους λόγους, τα επιχειρήματα, τις συζητήσεις 2. συνεκδ. αποστρέφομαι τα γράμματα, τη μόρφωση, την παιδεία …   Dictionary of Greek

  • μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… …   Dictionary of Greek

  • μισολόγους — μῑσολόγους , μῑσόλογος hating argument masc/fem acc pl μῑσολόγους , μισόλογος hating argument masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισολόγων — μῑσολόγων , μῑσόλογος hating argument masc/fem/neut gen pl μῑσολόγων , μισόλογος hating argument masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»