-
1 μισόλογος
μῑσόλογος, μῑσόλογοςhating argument: masc /fem nom sgμῑσόλογος, μισόλογοςhating argument: masc /fem nom sg -
2 μισόλογος
μῑσό-λογος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μισόλογος
-
3 μισολόγως
μῑσολόγως, μῑσόλογοςhating argument: adverbialμῑσολόγως, μῑσόλογοςhating argument: masc /fem acc pl (doric)μῑσολόγως, μισόλογοςhating argument: adverbialμῑσολόγως, μισόλογοςhating argument: masc /fem acc pl (doric) -
4 μισόλογον
μῑσόλογον, μῑσόλογοςhating argument: masc /fem acc sgμῑσόλογον, μῑσόλογοςhating argument: neut nom /voc /acc sgμῑσόλογον, μισόλογοςhating argument: masc /fem acc sgμῑσόλογον, μισόλογοςhating argument: neut nom /voc /acc sg -
5 μισολόγους
μῑσολόγους, μῑσόλογοςhating argument: masc /fem acc plμῑσολόγους, μισόλογοςhating argument: masc /fem acc pl -
6 μισολόγων
μῑσολόγων, μῑσόλογοςhating argument: masc /fem /neut gen plμῑσολόγων, μισόλογοςhating argument: masc /fem /neut gen pl -
7 μισόλογοι
μῑσόλογοι, μῑσόλογοςhating argument: masc /fem nom /voc plμῑσόλογοι, μισόλογοςhating argument: masc /fem nom /voc pl -
8 φιλόλογος
φῐλόλογ-ος, ον,A fond of words, talkative,οἶνος φιλολόγους ποιεῖ Alex. 284
; φ. καὶ πολύλογος, opp. βραχύλογος, of Athens, opp. Sparta, Pl.Lg. 641e; fond of speaking, of Socrates, Id.Phdr. 236e.II fond of dialectic, fond of philosophical argument, opp. μισόλογος, Id.La. 188c;φ. γ' εἶ καὶ χρηστός Id.Tht. 161a
;ὁ φιλόσοφός τε καὶ ὁ φ. Id.R. 582e
, cf. Epicur.Sent.Vat.74, Phld.Lib.p.48 O.2 fond of learning and literature, literary,Λακεδαιμόνιοι.. ἥκιστα φ. ὄντες Arist.Rh. 1398b14
;φύσει Ἀθηναῖοι φ. Str.2.3.7
: opp. λογόφιλος(lover of reason), Zeno Stoic.1.67;φιλολόγῳ ὑποκατακλίνεσθαι φιλομαθῆ Plu. 2.618e
, cf. 419d; opp. ἀπαίδευτος, Stob.4.22.107: opp. πολιτικός, Plu.Luc.42.3 student, scholar, first used by Eratosthenes of himself, Suet.Gramm.10, cf. Str.14.5.15, D.H.Comp.25, Arr.Epict.2.4.1, Gal. Libr.Propr.Prooem.: butφιλόλογος ὁ φιλῶν λόγους καὶ σπουδάζων περὶ παιδείαν· οἱ δὲ νῦν ἐπὶ τοῦ ἐμπείρου τιθέασιν, οὐκ ὀρθῶς Phryn. 371
.4 of books, learned, Cic.Att.13.12.3 ([comp] Comp.): suitable for a literary man, connected with learning, ib.15.15.2. Adv.- λόγως
learnedly,Poll.
4.11, Arg.Ar.Ra.5 φ. multa, much learned conversation, Cic.Att.13.52.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλόλογος
См. также в других словарях:
μισόλογος — μισόλογος, ον (Α) αυτός που απεχθάνεται τις διαλεκτικές συζητήσεις, τα επιχειρήματα, τους λόγους, τις ομιλίες. επίρρ... μισολόγως (Α) με μίσος κατά τών λόγων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + λογος*] … Dictionary of Greek
μισόλογος — μῑσόλογος , μῑσόλογος hating argument masc/fem nom sg μῑσόλογος , μισόλογος hating argument masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισολόγως — μῑσολόγως , μῑσόλογος hating argument adverbial μῑσολόγως , μῑσόλογος hating argument masc/fem acc pl (doric) μῑσολόγως , μισόλογος hating argument adverbial μῑσολόγως , μισόλογος hating argument masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισόλογον — μῑσόλογον , μῑσόλογος hating argument masc/fem acc sg μῑσόλογον , μῑσόλογος hating argument neut nom/voc/acc sg μῑσόλογον , μισόλογος hating argument masc/fem acc sg μῑσόλογον , μισόλογος hating argument neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Gaudeamus igitur — (lateinisch für Lasst uns also fröhlich sein!), auch bekannt unter dem Titel De brevitate vitae (lat. für Über die Kürze des Lebens), ist ein Studentenlied mit lateinischem Text und gilt als das berühmteste traditionelle Studentenlied der… … Deutsch Wikipedia
-λογος — (AM λογος) β συνθετικό πολλών προπαροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, στα οποία ο λόγος, με τη σημασία τής ομιλίας, επέχει θέση αντικειμένου τού α συνθετικού, που είναι ρήμα (φιλόλογος «φιλώ τον λόγο», δωσίλογος… … Dictionary of Greek
μισολογία — μισολογία, ἡ (Α) [μισόλογος] 1. μίσος, απέχθεια προς τους λόγους, προς τις συζητήσεις, προς την επιχειρηματολογία («ἐπιχειρῶν δὲ τοῑς νέοις διαλέγεσθαι... ὑπὸ τῶν ἀρχόντων ἐκωλύθη δι ἀγροικίαν αὐτῶν καὶ μισολογίαν», Πλούτ.) 2. αποστροφή προς τις… … Dictionary of Greek
μισολογώ — μισολογῶ, έω (Α) [μισόλογος] 1. απεχθάνομαι τους λόγους, τα επιχειρήματα, τις συζητήσεις 2. συνεκδ. αποστρέφομαι τα γράμματα, τη μόρφωση, την παιδεία … Dictionary of Greek
μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… … Dictionary of Greek
μισολόγους — μῑσολόγους , μῑσόλογος hating argument masc/fem acc pl μῑσολόγους , μισόλογος hating argument masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισολόγων — μῑσολόγων , μῑσόλογος hating argument masc/fem/neut gen pl μῑσολόγων , μισόλογος hating argument masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)