-
1 μιξαρχαγέτας
μιξαρχαγέτᾱς, μιξαρχαγέταςa tribe-hero: masc acc plμιξαρχαγέτᾱς, μιξαρχαγέταςa tribe-hero: masc nom sg (epic doric aeolic) -
2 μιξαρχαγέτας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μιξαρχαγέτας
-
3 μιξαρχαγέταν
μιξαρχαγέτᾱν, μιξαρχαγέταςa tribe-hero: masc acc sg (epic doric aeolic)μιξαρχαγέταςa tribe-hero: masc acc sg
См. также в других словарях:
μιξαρχαγέτας — μιξαρχαγέτας, ὁ (Α) (προσωνυμία τού Κάστορος στους Αργεί ους) αυτός που είναι αρχηγέτης μαζί με κάποιον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + ἀρχαγέτας] … Dictionary of Greek
μιξαρχαγέτας — μιξαρχαγέτᾱς , μιξαρχαγέτας a tribe hero masc acc pl μιξαρχαγέτᾱς , μιξαρχαγέτας a tribe hero masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιξαρχαγέταν — μιξαρχαγέτᾱν , μιξαρχαγέτας a tribe hero masc acc sg (epic doric aeolic) μιξαρχαγέτας a tribe hero masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… … Dictionary of Greek