-
1 μιλτοπαρήιος
μιλτοπάρῃοςmasc /fem nom sg
См. также в других словарях:
μιλτοπαρήιος — μιλτοπάρῃος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 μιλτοπαρήιος
μιλτοπαρήιος — μιλτοπάρῃος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)