-
1 μικρό
το малыш; крошка (разг о ребёнке) -
2 μικρό-
первая часть сложных слов, означ.:1) очень малый, мелкий: μικροέξοδα; 2) миллионная часть чего-л.: μικροώμ -
3 Μικρό το δώρο, αλλά με αγάπη
Μικρό το δώρο, αλλά με αγάπη– Δώρο και μικρό μεγάλη χάρη έχει• Не дорог подарок, дорога любовьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Μικρό το δώρο, αλλά με αγάπη
-
4 μικρό-πεπλος
μικρό-πεπλος, mit kleinem Kleide, Schleier, Sp.
-
5 μικρό-πνους
μικρό-πνους, kurzäthmig, Hippocr.
-
6 μικρό-πος
μικρό-πος, poet. = μικρόπο υς, ποδος, klein-, kurzfüßig, Tzetz. P. H. 372.
-
7 μικρό-σπλαγχνος
μικρό-σπλαγχνος, kleindärmig, Galen.
-
8 μικρό-σταχυς
μικρό-σταχυς, υος, mit kleinen Aehren, Sp.
-
9 μικρό-στομος
μικρό-στομος, kleinmündig, von Menschen, Hippocr.; Arist. H. A. 2, 7; λυχνίδιον, Luc. Tim. 14; Plut. u. A.
-
10 μικρό-σφυκτος
μικρό-σφυκτος, mit schwachem Pulsschlage, sp. Medic.
-
11 μικρό-σφαιρον
μικρό-σφαιρον, τό, die kleinste Art des kugelförmigen indischen μαλάβαϑρον (vgl. μεσόσφαιρον), Arr.
-
12 μικρό-σχημος
μικρό-σχημος, von kleiner Gestalt, Sp., auch μικροσχήμων, ον.
-
13 μικρό-σαρκος
μικρό-σαρκος, mit wenigem Fleische, Xenocr.
-
14 μικρό-σκελος
μικρό-σκελος, = Vorigem, f. L. für μικρότερος, Ath. IX, 391 b.
-
15 μικρό-σοφος
μικρό-σοφος, in Kleinigkeiten weise, geschickt, D. Sic. 26, 1.
-
16 μικρό-σῑτος
μικρό-σῑτος, wenig essend, Hesych.
-
17 μικρό-τριχος
μικρό-τριχος, mit kleinem, kurzem Haare, Arist. H. A. 2, 1 M.
-
18 μικρό-φρων
μικρό-φρων, ον, von kleinlicher, niedriger Gesinnung, kleinmüthig, D. Cass. 61, 5; – μικροφρόνως verwirft Poll. 4, 15.
-
19 μικρό-φυλλος
μικρό-φυλλος, kleinblättrig, Sp.
-
20 μικρό-φωνος
μικρό-φωνος, mit schwacher Stimme, Alexis bei B. A. 108; μικροφ ωνότερος, Plut. sol. anim. 4.
См. также в других словарях:
Μικρό Χωριό — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 80 μ., 14 κάτ.) του Αγαθονησιού. Βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Αγαθονησίου του νομού Δωδεκανήσου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 740 μ., 76 κάτ.) του… … Dictionary of Greek
Μικρό — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 38 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Βρίσκεται στη νότια ακτή της χερσονήσου της Μαγνησίας, στον δίαυλο της Σκιάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σηπιάδος … Dictionary of Greek
μικρό — το το νήπιο, το βρέφος, το νεογνό: Η γάτα μας γέννησε δυο μικρά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μικρό Βαθύ — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 204 κάτ.) της Εύβοιας. Βρίσκεται στην ακτή της Βοιωτίας, στην είσοδο του νότιου λιμανιού της Χαλκίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αυλίδος του νομού Ευβοίας … Dictionary of Greek
Μικρό Βουνό — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 302 κάτ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού, στα όρια με τον νομό Καρδίτσης, στον οποίο άνηκε έως το 1974. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κραννώνος … Dictionary of Greek
Μικρό Δάσος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 150 μ., 512 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νομού, 41 χλμ. ΒΔ του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου … Dictionary of Greek
Μικρό Δέρειο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ., 255 κάτ.) στην πρώην επαρχία Διδυμοτείχου του νομού Έβρου. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, 82 χλμ. ΒΑ της Αλεξανδρούπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ορφέα … Dictionary of Greek
Μικρό Δουκάτο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 182 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 10 χλμ. Ν της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νέου Σιδηροχωρίου … Dictionary of Greek
Μικρό Ελευθεροχώρι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ., 335 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ελασσόνος του νομού Λαρίσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελασσόνος … Dictionary of Greek
Μικρό Κρανοβούνι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 198 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 12 χλμ. ΝΔ της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κομοτηνής … Dictionary of Greek
Μικρό Μοναστήρι — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 12 μ., 1.460 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, 40 χλμ. ΒΔ της Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Χαλκηδόνος … Dictionary of Greek