Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

μικρότερος

См. также в других словарях:

  • μικρότερος — η, ο (Μ μικρότερος, η, ον) [μικρός] συγκριτ. τού μικρός μσν. 1. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ὁ μικρότερος και ἡ μικρότερη μαθητευόμενος, βοηθός 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ μικρότεροι η κατηγορία τών κατώτερων αξιωματικών στο Βυζάντιο, όπως ήταν λ.χ …   Dictionary of Greek

  • μικρότερος — μῑκρότερος , μικρός small masc nom comp sg μῑκρότερος , σμικρός small masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αριθμητική — Ο κλάδος των μαθηματικών που μελετά τους φυσικούς αριθμούς: 1, 2, 3, 4... Η ενασχόληση με τους φυσικούς αριθμούς είναι τόσο παλιά όσο και ο άνθρωπος, η α. όμως ως επιστήμη είναι σχετικά νέα. Ως θεμελιωτής της α. μπορεί να θεωρηθεί o Πυθαγόρας,… …   Dictionary of Greek

  • Λάσκαρις — I Επώνυμο Βυζαντινών ηγεμόνων της αυτοκρατορίας της Νικαίας. 1. Θεόδωρος A’. Βλ. λ. Θεόδωρος. Όνομα βυζαντινών ηγεμόνων (2.). 2. Θεόδωρος B’. Βλ. λ. Θεόδωρος. Όνομα βυζαντινών ηγεμόνων (3.). 3. Ιωάννης Γ’ Δούκας Βατάτζης. Βλ. λ. Βατάτζης, Ιωάννης …   Dictionary of Greek

  • μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… …   Dictionary of Greek

  • μικρογαμέτης — ο βιολ. ο μικρότερος από δύο ανισογαμέτες, ο οποίος θεωρείται ως ο «αρσενικός» γαμέτης, και που έχει διαφοροποιηθεί από τον «θηλυκό» ως προς το μέγεθος, είναι δηλ. μικρότερος, ή ως προς τη δομή ή και ως προς τα δύο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • μικροτερίτζιν — και μικροτερίτσιν (Μ) ως (ουδ. επίθ.) υποκορ. τού μικρότερος, λίγο μικρότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τον συγκρ. μικρότερος τού μικρός + υποκορ. κατάλ. ίτσιν] …   Dictionary of Greek

  • μονάδα — I (Μαθημ.). Στο σύνολο των πραγματικών αριθμών διακρίνουμε την θετική μονάδα (1), η οποία είναι ο μικρότερος θετικός ακέραιος αριθμός, και την αρνητική μονάδα ( 1), η οποία είναι ο μέγιστος αρνητικός ακέραιος αριθμός. Η θετική και η αρνητική μ.… …   Dictionary of Greek

  • πρόδρομος — Oνομασία 11 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ.), στην πρώην επαρχία Αλμωπίας, του νομού Πέλλας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νερομύλων. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ.), στην πρώην επαρχία Θήβας, του νομού Βοιωτίας. Είναι έδρα… …   Dictionary of Greek

  • υπελάσσων — έλασσον, Α λίγο μικρότερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐλάσσων «μικρότερος»] …   Dictionary of Greek

  • υπομείων — εῑον, Α 1. κάπως μικρότερος ή λιγότερος 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὑπομείονες·(στη Σπάρτη) α) πολίτες περιορισμένων πολιτικών δικαιωμάτων οι οποίοι είχαν βέβαια γεννηθεί από γονείς γνήσιους Σπαρτιάτες πολίτες, αλλά δεν είχαν λάβει την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»