-
121 θάνατος
ο1) смерть (тж. о животном, растении); кончина;φυσικός (βίαιος) θάνατος — естественная (насильственная) смерть;
αίφνίδιος θάνατος — скоропостижная смерть;
μετά -ατον посмертно;σε περίπτωση -ατού в случае (или на случаи) смерти; 2) перен. смерть, гибель;πολιτικός θάνατος — гражданская смерть;
ηθικός θάνατος — нравственное падение;
αυτό είναι θάνατος γιά μάς — это для нас гибель, катастрофа;
του είναι θάνατος η παύση του από την εργασία — увольнение с работы для него равносильно смерти;
3) потеря (разума, рассудка и т. п.);θάν της μνήμης — потеря памяти;
§ σιγή -ατού гробовое молчание;μισώ μέχρι -ατού смертельно ненавидеть; μάχομαι μέχρι -ατού сражаться не на жизнь, а на смерть; είμαι μεταξύ ζωής και -ατού быть между жизнью и смертью;είναι γιά θάνατο — его дни сочтены (о больном);
καταδικάζω σε θάνατό — выносить смертный приговор
-
122 θαύμα
θαύμα υπομονής — удивительное терпение;
θαύματα ηρωϊσμού чудеса героизма;τα επτά θαύματα τού κόσμου семь чудес света;θαύμα θαυμάτων — чудо из чудес;
είμαι θαύμα — быть чудесным;
είναι θαύμα πώς... — чудо как...;
πώς έγινε το θαύμα να μας θυμηθείς; — каким чудом ты нас вспомнил?;
ως εκ θαύματος чудом;σωθήκαμε ως εκ θαύματος мы чудом спаслись;§ θαύμα ιδέσθαι — любо-дорого посмотреть;
έχω λεφτά θαύμα — иметь кучу денег;
κάνω θαύματα совершать, творить чудеса (тж. о лекарствах) -
123 θέρμη
η1) приступ малярии; малярия; жар, лихорадка;τό χωριό μας είναι γεμάτο θέρμες — в ношей деревне повальная малярия;
2) перен. теплота, сердечность;ψυχική θέρμη — душевная теплота;
3) пыл, жар; порыв, рвение;δουλεύω με θέρμη — работать с жаром;
στη θέρμη της συζήτησης — или εν τη θέρμη της συζητήσεως — в пылу спора;
4) πλ.:αι θέρμαι — горячие источники
-
124 θησαυρός
ο сокровище, клад (тж. перен.); ценные вещи; богатство;αυτός είναι θησαυρός γιά μας — он настоящий клад для нас;
θησαυρέ μου! — сокровище моё!;
§ οι θησαυροί της Δήμητρας — дары Деметры (о зерновых);
θησαυρ σοφίας — кладезь премудрости
-
125 θλίψη
[-ις (-εως)] η1) печаль, огорчение; скорбь;με μεγάλη μας θλίψη αγγέλλομε... — или μετά μεγάλης θλίψεως αγγέλλομεν... — с глубокой скорбью извещаем...;
2) траур;3) сжимание, сдавливание -
126 ιστορία
η1) е разн. знач история;ιστορία των νέων χρόνων — новейшая история;
της αρχαιότητας — древняя история;ιερά ιστορία — закон божий (предмет);
δυσάρεστη ιστορία — неприятная история;
2) сказка, небылица;η αληθινή ιστορία — быль;
πες μας καμμιά ιστορία — расскажи нам какую-нибудь сказку;
§ έχω ιστορίες — иметь неприятности;
η ιστορία σιωπά — история умалчивает;
η υπόθεση αυτή μού έφερε ( — или μου δημιούργησε) ιστορίες — это дело причинило мне неприятности;
-
127 καθέκαστα
τα подробности, детали;πες ( — или διηγήσου) μας τα καθέκαστα — расскажи нам всё подробно
-
128 καθένας
(-ένα и -ενού), καθεμία и καθεμιά, καθένα αντων.1) каждый, всякий; любой;ο καθένας με τη σειρά του — каждый по очереди;
ο καθένας από μάς — любой из нас;
2) обыкновенный, заурядный;δεν είναι καθένας — он не какая-нибудь мелкая сошка
См. также в других словарях:
Μᾶς — Μᾶ fem acc pl (attic doric) Μᾶ fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Περιοδικό μας — (το). Τίτλος δεκαπενθήμερου φιλολογικού και καλλιτεχνικού περιοδικού (1900 1902). Ιδρύθηκε από το Γ. Βώκο με έδρα τον Πειραιά. Το περιοδικό αυτό υπήρξε, στην εποχή του, ένα από τα αξιολογότερα του είδους … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Sprachvergleich anhand des Vaterunsers — Vergleich der Vaterunser Texte in Sanskrit und Kaschmirisch, um 1850 Das „Vaterunser“ wird in der vergleichenden Sprachwissenschaft gelegentlich zu Hilfe gezogen, um verwandte Idiome miteinander zu vergleichen. Inhaltsverzeichnis … Deutsch Wikipedia
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
μονοτονικό — Όπως είναι γνωστό, η ελληνική πολιτεία καθιέρωσε το 1982 στη γραφή της νέας ελληνική γλώσσας το μονοτονικό σύστημα, τη χρήση δηλαδή μόνο της οξείας ως συμβόλου που υποδεικνύει τη συλλαβή που τονίζεται. Η απόφαση αυτή στηρίζεται στην ιστορία της… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek