-
1 μηχάνημα
μηχάνημα, τό, das künstlich Bereitete, Ersonnene, der Kunstgriff; τοιαῦτα μηχανήματ' ἐξευρών, Aesch. Prom. 467; λαβοῦσα μηχανήματα, Ag. 1098; Soph. O. C. 766; τὰ Ἥρας καλὰ μηχανήματα, Eur. Herc. fur. 855; Ar. Eccl. 1, 72; τὰ πρὸς τοὺς πολεμίους μ., Xen. Cyr. 1, 6, 32. – Belagerungsmaschinen, Pol. 1, 48, 2.
-
2 νευρο-σπαστέω
νευρο-σπαστέω, durch Sehnen ziehen und in Bewegung setzen, bes. Puppen; D. Sic. exc. 35 p. 607 ἐπετήδευσε δὲ καὶ νευροσπαστεῖν, καὶ δ' αὑτοῦ κινεῖν ζῷα πενταπήχη κατάργυρα, καὶ ἕτερα τοιαῠτα μηχανήματα; vgl. σιγιλλάρια νευροσπαστούμενα, Marionetten, M. Ant. 7, 3. – Pass. auch = durch Schlingen gefangen werden, Ath. IX, 391 a.
-
3 ἐξ-ευρίσκω
ἐξ-ευρίσκω (s. εὑρίσκω), ausfindig machen, ausfinden, erfinden; ἴχνια Il. 18, 322; ὕμνον, ἀέϑλων κράτος Pind. P. 1, 60 I. 7, 5, u. öfter; τοιόνδε δεσμόν Aesch. Prom. 96; μηχανήματα 467; γαστρὶ μὲν τὰ σύμφορα τόξον τόδ' ἐξεύρισκε Soph. Phil. 288; ἐᾶτέ με τὸν τύμβον ἐξευρεῖν O. C. 1542; τὰς παιγνιὰς ἐξευρεϑῆναι παρὰ σφίσι Her. 1, 94; Folgde; durch wissenschaftliche Untersuchung finden; ἐξευρήκαμεν ὃ ἔστι τὸ φίλον Plat. Lys. 218 b; ἐξευρεῖν περὶ ἀνδρείας πῶς ποτ' ἔχει Prot. 353 b; – aussuchen, τὰ κάλλιστα Her. 7, 119; ἁλὸς ϑέναρ, durchsuchen, Pind. I. 3, 74. – Med., ἐξεύροντο παλαίσματα Theocr. 24, 112; τέχνην ἐξηύρατο Men. bei Stob. flor. 51, 27.
См. также в других словарях:
μηχανήματα — μηχάνημα machine neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελαιοδυναμικά μηχανήματα — Μηχανές που χρησιμοποιούν την πίεση του ελαίου για να εκτελέσουν ένα μηχανικό έργο. Αποτελούνται βασικά από μια αντλία, η οποία προσδίδει την κατάλληλη πίεση στο έλαιο, από μια δεξαμενή, από ένα μηχανικό όργανο που εκτελεί το έργο με πίεση και… … Dictionary of Greek
μηχανήματ' — μηχανήματα , μηχάνημα machine neut nom/voc/acc pl μηχανήματι , μηχάνημα machine neut dat sg μηχανήματε , μηχάνημα machine neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… … Dictionary of Greek
μεταξάς — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ., 69 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, στα δεξιά του ποταμού Εύηνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μακρυνείας. 2.… … Dictionary of Greek
δοκιμασίες — Συστηματικές μέθοδοι ελέγχου, με τις οποίες εξετάζονται οι φυσικές και χημικές ιδιότητες των υλικών που προορίζονται για κατασκευές ή η απόδοση και η καταλληλότητα μηχανών, τμημάτων τους, εγκαταστάσεων κλπ. (στην τελευταία περίπτωση αποκαλούνται… … Dictionary of Greek
ψύχους, βιομηχανία του- — Σύνολο οργανωμένων βιομηχανικών διαδικασιών, που αποβλέπουν στην επίτευξη θερμοκρασιών γύρω ή κάτω του 0°C σε σώματα ή σε ειδικούς χώρους. Η τεχνολογική ανάπτυξη του 19ου αι. έθεσε τις βάσεις για την κατασκευή των πρώτων μηχανημάτων παραγωγής… … Dictionary of Greek
Vehicle registration plates of Greece — Greek vehicle registration plates are composed of three letters and four digits per plate (e.g. AAA 1000). The letters represent the district that issues the plates while the numbers begin from 1000 to 9999. Similar plates with digits beginning… … Wikipedia
Plaque d'immatriculation grecque — Les plaques d immatriculation grecques actuelles sont composées de 3 lettres et 4 chiffres par plaque. (ex: ABC 1234). Les une ou deux premières lettres correspondent au nome d où proviennent les véhicules. Les chiffres vont de 1000 à 9999. Les… … Wikipédia en Français
αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… … Dictionary of Greek
απασχόληση — Όρος που στην οικονομική γλώσσα σημαίνει την κατάσταση στην oποία βρίσκονται οι συντελεστές παραγωγής που έχουν ενταχθεί στην παραγωγική διαδικασία. Ειδικότερα, με τον όρο α. νοείται η μορφή χρησιμοποίησης των εργατικών δυνάμεων σε οικονομικές… … Dictionary of Greek