-
1 μητρογαμία
μητρο-γᾰμία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μητρογαμία
-
2 μητρογάμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μητρογάμος
-
3 μητροδίδακτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μητροδίδακτος
-
4 μητρόδοκος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μητρόδοκος
-
5 μητροκασιγνήτη
A = κασιγνήτη ὁμομητρία, uterine sister, A.Eu. 962.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μητροκασιγνήτη
-
6 μητροκοίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μητροκοίτης
-
7 μητροκολωνεία
μητρο-κολωνεία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μητροκολωνεία
-
8 μητροκτονέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μητροκτονέω
-
9 μητροκτονία
μητρο-κτονία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μητροκτονία
-
10 μητροκτόνος
μητρο-κτόνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μητροκτόνος
-
11 μητροκωμία
μητρο-κωμία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μητροκωμία
-
12 μητρόληπτος
μητρό-ληπτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μητρόληπτος
-
13 μητρολῴας
A v. μητραλοίας.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μητρολῴας
-
14 μητρομανία
μητρο-μᾰνία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μητρομανία
-
15 μητρομήτωρ
A mother's mother, grandmother, Pi.O.6.84, Ael.NA11.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μητρομήτωρ
-
16 μητρομιξία
μητρο-μιξία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μητρομιξία
-
17 μητρομίξιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μητρομίξιον
-
18 μητρόξενος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μητρόξενος
-
19 μητροπάτωρ
A mother's father, grandfather, Il. 11.224, Hdt.1.75, 3.51, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μητροπάτωρ
-
20 μητρόπολις
μητρό-πολις, [dialect] Dor. [pref] ματρό-, poet. [full] μητρόπτολις, Epigr.Gr.537.4 ([place name] Tomi), 842a1 ([place name] Cyrene), Syria7.209 ([place name] Damascus), Nonn.D.13.166: εως, ἡ:—A mother-state, as related to her colonies, of Athens in relation to the Ionians, Hdt.7.51, Th.6.82; of Doris in relation to the Peloponn. Dorians, Hdt.8.31, Th.1.107, 3.92; of Meroe in relation to the Ethiopians, Hdt.2.29; of Thera,μεγαλᾶν πολίων μ. Pi.P.4.20
;μ. Λοκρῶν Ὀπόεις Simon.93
; of the Attic Salamis, as the μ. of the Cyprian, A.Pers. 895(lyr.); of Corinth, as the μ. of Corcyra, Th.1.24; of Rome, Gal.14.296.2 metaph., ἐστὶ μ. τοῦ ψυχροῦ [ ὁ ἐγκέφαλος] Hp.Carn.4;ἡ ἱστορία μ. τῆς φιλοσοφίας D.S. 1.2
, cf. Chrysipp.Stoic.3.199; γεωμετρία ἀρχὴ καὶ μ. τῶν ἄλλων (sc. μαθημάτων) Philol. ap. Plu.2.718e.2 ἁ σὰ ματρόπολις thy mother's city, Isyll.59.III capital city, X.An.5.2.3, 5.4.15; ἡ μ. τῆς Ἀσίας, of Ephesus, OGI496.6, IG3.485; ἡ μ. τῆς Ἰωνίας, of Miletus, ib.480.b in Egypt, chief town of a νομός, PRev.Laws 48.16 (iii B. C.), BGU 326 ii 10 (ii A. D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μητρόπολις
- 1
- 2
См. также в других словарях:
метропо́лия — и, ж. 1. ист. Город государство (полис) в древней Греции по отношению к созданным им поселениям (колониям) на территории других стран. 2. Капиталистическое государство по отношению к своим колониям. [греч. μητροπολις] … Малый академический словарь
митропо́лия — и, ж. Церковно административный округ, особо древний или обширный, находящийся под управлением митрополита. Киевская митрополия. [греч. μητροπολις] … Малый академический словарь
-φόντης — Α β συνθετικό διαφόρων λέξεων, που δηλώνει τον φονέα, εκείνον που σκοτώνει (πρβλ. ἀνδρο φόντης, Ἀργει φόντης, βροτο φόντης, μητρο φόντης κ.ά.) [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. που έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας *ghwen «χτυπώ» του ρ. θείνω, κατ … Dictionary of Greek
κοσμοπάτωρ — κοσμοπάτωρ, ορος, ὁ (Μ) (για τον Αδάμ) ο πατέρας όλων τών ανθρώπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. θεο πάτωρ, μητρο πάτωρ] … Dictionary of Greek
κουροκτόνος — κουροκτόνος, ον (Α) αυτός που σκοτώνει παιδιά, παιδοκτόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. αδελφο κτόνος, μητρο κτόνος] … Dictionary of Greek
ληστοκτόνος — ληστοκτόνος, ον (Α) αυτός που φονεύει ληστές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληστής + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μητρο κτόνος, παιδο κτόνος] … Dictionary of Greek
λυκοκτόνος — λυκοκτόνος, ον (Α) 1. αυτός που σκοτώνει, που εξολοθρεύει λύκους («λυκοκτόνος φαρέτρη», Ανθ. Παλ.) 2. (το αρσ.) επίθετο τού Απόλλωνος («αὕτη δ , Ὀρέστα, τοῡ λυκοκτόνου θεοῡ ἀγορὰ Λύκειος», Σοφ.) 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ λυκοκτόνον είδος φυτού με το… … Dictionary of Greek
μεσόπολις — μεσόπολις, εως, ἡ (Α) (δ. γρφ.) μητρόπολη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + πόλις (πρβλ. μητρό πολις)] … Dictionary of Greek
μηδοκτόνος — μηδοκτόνος, ον (Α) αυτός που φονεύει Μήδους. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μῆδος + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μητρο κτόνος] … Dictionary of Greek
μηλοκτόνος — μηλοκτόνος, ον (Α) αυτός που σκοτώνει πρόβατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + κτόνος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μητρο κτόνος] … Dictionary of Greek
μητέρα — και μήτηρ, η (ΑΜ μήτηρ, Α δωρ. τ. μάτηρ Μ και μητρί) 1. γυναίκα που έχει γεννήσει παιδί, μάννα 2. θηλυκό ζώο που έχει γεννήσει 3. πρώτη αρχή, αφορμή, αιτία («ἀργία μήτηρ πάσης κακίας», γνωμ.) 4. επίθετο τής Γης ως μητέρας όλων τών εμψύχων και… … Dictionary of Greek