Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

μητρό-

См. также в других словарях:

  • метропо́лия — и, ж. 1. ист. Город государство (полис) в древней Греции по отношению к созданным им поселениям (колониям) на территории других стран. 2. Капиталистическое государство по отношению к своим колониям. [греч. μητροπολις] …   Малый академический словарь

  • митропо́лия — и, ж. Церковно административный округ, особо древний или обширный, находящийся под управлением митрополита. Киевская митрополия. [греч. μητροπολις] …   Малый академический словарь

  • -φόντης — Α β συνθετικό διαφόρων λέξεων, που δηλώνει τον φονέα, εκείνον που σκοτώνει (πρβλ. ἀνδρο φόντης, Ἀργει φόντης, βροτο φόντης, μητρο φόντης κ.ά.) [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. που έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας *ghwen «χτυπώ» του ρ. θείνω, κατ …   Dictionary of Greek

  • κοσμοπάτωρ — κοσμοπάτωρ, ορος, ὁ (Μ) (για τον Αδάμ) ο πατέρας όλων τών ανθρώπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. θεο πάτωρ, μητρο πάτωρ] …   Dictionary of Greek

  • κουροκτόνος — κουροκτόνος, ον (Α) αυτός που σκοτώνει παιδιά, παιδοκτόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. αδελφο κτόνος, μητρο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • ληστοκτόνος — ληστοκτόνος, ον (Α) αυτός που φονεύει ληστές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληστής + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μητρο κτόνος, παιδο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • λυκοκτόνος — λυκοκτόνος, ον (Α) 1. αυτός που σκοτώνει, που εξολοθρεύει λύκους («λυκοκτόνος φαρέτρη», Ανθ. Παλ.) 2. (το αρσ.) επίθετο τού Απόλλωνος («αὕτη δ , Ὀρέστα, τοῡ λυκοκτόνου θεοῡ ἀγορὰ Λύκειος», Σοφ.) 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ λυκοκτόνον είδος φυτού με το… …   Dictionary of Greek

  • μεσόπολις — μεσόπολις, εως, ἡ (Α) (δ. γρφ.) μητρόπολη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + πόλις (πρβλ. μητρό πολις)] …   Dictionary of Greek

  • μηδοκτόνος — μηδοκτόνος, ον (Α) αυτός που φονεύει Μήδους. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μῆδος + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μητρο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • μηλοκτόνος — μηλοκτόνος, ον (Α) αυτός που σκοτώνει πρόβατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + κτόνος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μητρο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • μητέρα — και μήτηρ, η (ΑΜ μήτηρ, Α δωρ. τ. μάτηρ Μ και μητρί) 1. γυναίκα που έχει γεννήσει παιδί, μάννα 2. θηλυκό ζώο που έχει γεννήσει 3. πρώτη αρχή, αφορμή, αιτία («ἀργία μήτηρ πάσης κακίας», γνωμ.) 4. επίθετο τής Γης ως μητέρας όλων τών εμψύχων και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»