-
1 Matricide
subs.One who kills his mother: P. and V. μητραλοίας, ὁ, μητροκτόνος, ὁ (Plat. but rare P.), V. μητροφόντης, ὁ.Commit matricide, v.: V. μητροκτονεῖν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Matricide
См. также в других словарях:
μητροκτονεῖν — μητροκτονέω kill one s mother pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξηγώ — και ξηγώ, άω (AM ἐξηγῶ, έω, Α και ἐξηγοῡμαι, έομαι) 1. ερμηνεύω, διασαφώ («τούτων οἱ πολλοὶ ἐξηγούμενοι τὸν ποιητήν», Πλάτ.) 2. μεταφράζω νεοελλ. 1. εκθέτω τα αίτια ενός γεγονότος ή φαινομένου («ἐξηγῶ τὴν ἔκλειψη τοῡ Ηλίου») 2. μέσ. δίνω… … Dictionary of Greek