-
21 μηρύου
μηρύ̱ου, μηρύομαιdraw up: pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric)μηρύ̱ου, μηρύομαιdraw up: imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) -
22 μηρύσασθε
μηρύ̱σασθε, μηρύομαιdraw up: aor imperat mid 2nd plμηρύ̱σασθε, μηρύομαιdraw up: aor ind mid 2nd pl (homeric ionic) -
23 μηρύσεται
μηρύ̱σεται, μηρύομαιdraw up: aor subj mid 3rd sg (epic)μηρύ̱σεται, μηρύομαιdraw up: fut ind mid 3rd sg -
24 περιμηρύου
περιμηρύ̱ου, περί-μηρύομαιdraw up: pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric)περιμηρύ̱ου, περί-μηρύομαιdraw up: imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) -
25 μᾱρυκάομαι
μᾱρυκάομαι u. μᾱρύκημα, τό, μᾱρύομαι, dor. = μηρυκάομαι u. μηρύκημα, μηρύομαι.
-
26 αναμηρυομαι
-
27 εκμηρυομαι
1) развертывать, разворачивать, преимущ. воен. проводить узким строем(τῆς χαράδρας, sc. τοὺς ἵππους Polyb.)
ἐκμηρυόμενος αὑτὸν διὰ στενῆς θυρίδος Plut. — протиснувшись через узкое окошко2) проходить узким строем(κατὰ τέν γέφυραν Xen.; τὰς δυσχωρίας Polyb.)
-
28 αναμηρυσάμενοι
-
29 ἀναμηρυσάμενοι
-
30 αναμηρυσάμενος
-
31 ἀναμηρυσάμενος
-
32 αναμηρυσώμεθα
-
33 ἀναμηρυσώμεθα
-
34 αναμηρύεται
-
35 ἀναμηρύεται
-
36 αναμηρύσασθαι
-
37 ἀναμηρύσασθαι
-
38 απομηρύσασθαι
-
39 ἀπομηρύσασθαι
-
40 διαμηρυόμενοι
διαμηρῡόμενοι, διά-μηρύομαιdraw up: pres part mp masc nom /voc pl
См. также в других словарях:
μηρύομαι — και δωρ. τ. μαρύομαι (Α) 1. συστέλλω, περιτυλίγω, μαζεύω, ανασύρω («ιστία μηρύσαντο», Ομ. Οδ.) 2. τεντώνω τις χορδές πολεμικής μηχανής 3. υφαίνω 4. εξάγω φλέγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. μήρινθος] … Dictionary of Greek
μηρύομαι — μηρύ̱ομαι , μηρύομαι draw up pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηρύεσθε — μηρύ̱εσθε , μηρύομαι draw up pres imperat mp 2nd pl μηρύ̱εσθε , μηρύομαι draw up pres ind mp 2nd pl μηρύ̱εσθε , μηρύομαι draw up imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήρινθος — μήρινθος, και σμήρινθος ἡ (Α) 1. σχοινί, σπόγγος («οὐ δὲ τρήρωνα πέλειαν λεπτῷ μηρίνθῳ δῆσεν ποδός», Ομ. Ιλ.) 2. ορμιά αλιευτική, πετονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι λ. μήρινθος και μηρύομαι εμφανίζουν πιθ. την εκτεταμένη βαθμίδα *mēr τής ΙΕ… … Dictionary of Greek
διαμηρυομένων — διαμηρῡομένων , διά μηρύομαι draw up pres part mp fem gen pl διαμηρῡομένων , διά μηρύομαι draw up pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηρυομένων — μηρῡομένων , μηρύομαι draw up pres part mp fem gen pl μηρῡομένων , μηρύομαι draw up pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηρύου — μηρύ̱ου , μηρύομαι draw up pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) μηρύ̱ου , μηρύομαι draw up imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηρύσασθε — μηρύ̱σασθε , μηρύομαι draw up aor imperat mid 2nd pl μηρύ̱σασθε , μηρύομαι draw up aor ind mid 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηρύσεται — μηρύ̱σεται , μηρύομαι draw up aor subj mid 3rd sg (epic) μηρύ̱σεται , μηρύομαι draw up fut ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιμηρύου — περιμηρύ̱ου , περί μηρύομαι draw up pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) περιμηρύ̱ου , περί μηρύομαι draw up imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμηρύου — ἐπιμηρύ̱ου , ἐπί μηρύομαι draw up pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ἐπιμηρύ̱ου , ἐπί μηρύομαι draw up imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)