-
41 εμηρύσαντο
-
42 ἐμηρύσαντο
-
43 εμηρύσατο
-
44 ἐμηρύσατο
-
45 μαρύεται
μᾱρύ̱εται, μηρύομαιdraw up: pres ind mp 3rd sg (doric) -
46 μαρύομ'
μᾱρύ̱ομαι, μηρύομαιdraw up: pres ind mp 1st sg (doric) -
47 μαρύομαι
μᾱρύ̱ομαι, μηρύομαιdraw up: pres ind mp 1st sg (doric) -
48 μηρυσαμένη
μηρῡσαμένη, μηρύομαιdraw up: aor part mid fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
49 μηρυόμενοι
μηρῡόμενοι, μηρύομαιdraw up: pres part mp masc nom /voc pl -
50 μηρύεσθαι
μηρύ̱εσθαι, μηρύομαιdraw up: pres inf mp -
51 μηρύεται
μηρύ̱εται, μηρύομαιdraw up: pres ind mp 3rd sg -
52 μηρύονται
μηρύ̱ονται, μηρύομαιdraw up: pres ind mp 3rd pl -
53 μηρύοντο
μηρύ̱οντο, μηρύομαιdraw up: imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic) -
54 μηρύσαιο
μηρύ̱σαιο, μηρύομαιdraw up: aor opt mid 2nd sg -
55 μηρύσαντο
μηρύ̱σαντο, μηρύομαιdraw up: aor ind mid 3rd pl (homeric ionic) -
56 μηρύσασθαι
μηρύ̱σασθαι, μηρύομαιdraw up: aor inf mid -
57 περιμήρυσαι
περιμήρῡσαι, περί-μηρύομαιdraw up: aor imperat mid 2nd sg -
58 συμμηρυομένην
συμμηρῡομένην, σύν-μηρύομαιdraw up: pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) -
59 συμμηρύεται
συμμηρύ̱εται, σύν-μηρύομαιdraw up: pres ind mp 3rd sg -
60 διεκμηρύομαι
A unwind, Ph.Bel.57.44.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διεκμηρύομαι
См. также в других словарях:
μηρύομαι — και δωρ. τ. μαρύομαι (Α) 1. συστέλλω, περιτυλίγω, μαζεύω, ανασύρω («ιστία μηρύσαντο», Ομ. Οδ.) 2. τεντώνω τις χορδές πολεμικής μηχανής 3. υφαίνω 4. εξάγω φλέγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. μήρινθος] … Dictionary of Greek
μηρύομαι — μηρύ̱ομαι , μηρύομαι draw up pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηρύεσθε — μηρύ̱εσθε , μηρύομαι draw up pres imperat mp 2nd pl μηρύ̱εσθε , μηρύομαι draw up pres ind mp 2nd pl μηρύ̱εσθε , μηρύομαι draw up imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήρινθος — μήρινθος, και σμήρινθος ἡ (Α) 1. σχοινί, σπόγγος («οὐ δὲ τρήρωνα πέλειαν λεπτῷ μηρίνθῳ δῆσεν ποδός», Ομ. Ιλ.) 2. ορμιά αλιευτική, πετονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι λ. μήρινθος και μηρύομαι εμφανίζουν πιθ. την εκτεταμένη βαθμίδα *mēr τής ΙΕ… … Dictionary of Greek
διαμηρυομένων — διαμηρῡομένων , διά μηρύομαι draw up pres part mp fem gen pl διαμηρῡομένων , διά μηρύομαι draw up pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηρυομένων — μηρῡομένων , μηρύομαι draw up pres part mp fem gen pl μηρῡομένων , μηρύομαι draw up pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηρύου — μηρύ̱ου , μηρύομαι draw up pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) μηρύ̱ου , μηρύομαι draw up imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηρύσασθε — μηρύ̱σασθε , μηρύομαι draw up aor imperat mid 2nd pl μηρύ̱σασθε , μηρύομαι draw up aor ind mid 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηρύσεται — μηρύ̱σεται , μηρύομαι draw up aor subj mid 3rd sg (epic) μηρύ̱σεται , μηρύομαι draw up fut ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιμηρύου — περιμηρύ̱ου , περί μηρύομαι draw up pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) περιμηρύ̱ου , περί μηρύομαι draw up imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμηρύου — ἐπιμηρύ̱ου , ἐπί μηρύομαι draw up pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ἐπιμηρύ̱ου , ἐπί μηρύομαι draw up imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)