Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

μην

  • 121 έπειτα

    επίρρ.
    1) затем, потом, после; впоследствии;

    έπειτα βλέπομεν — потом посмотрим, видно будет;

    2) н тому же, сверх того, кроме того, также;

    έπειτα μην ξεχνάς — к тому же не забывай;

    3):

    έπειτα από — после;

    έπειτα από πολύν (τόσον) καιρό

    после (столь) длительного времени;

    έπειτα απ' αυτόν — после него;

    έπειτα από τέτοια ζωή πού κάνει... — после такой жизни, какую он ведёт...;

    § (κι') έπειτα; — ну и что же?, что из этого (следует)?

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > έπειτα

  • 122 επεμβαίνω

    (αόρ. επενέβην) αμετ. вмешиваться;

    μην επεμβαίνεις — не вмешивайся

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > επεμβαίνω

  • 123 επίσης

    επίρρ.
    1) так же, равным образом;

    αγαπώ τα ψάρια και τα φρούτα επίσης — я одинаково люблю рыбу и фрукты;

    2) также, кроме того; тоже;

    μην ξεχάσεις επίσης να τού πείς... — не забудь также сказать ему...;

    κι' αυτός επίσης θα έλθει — он тоже придёт

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > επίσης

  • 124 ερωτώ

    (α) μετ.
    1) спрашивать; 2) справляться, осведомляться; запрашивать;

    § μην τα ερωτας — лучше не спрашивай

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ερωτώ

  • 125 ετοιμάζω

    μετ.
    1) готовить, приготавливать, подготавливать; собирать (кого-л. в путь);

    ετοιμάζω έκπληξη (υποδοχή) — готовить сюрприз (встречу);

    2) прибирать, убирать (в комнате, доме);
    1) — готовиться, подготавливаться, приготавливаться; — собираться делать что-л.;

    ετοιμάζομαι γιά ταξίδι — готовиться к путешествию;

    2) намереваться, собираться;

    μην ετοιμάζεσαι να μού ζητήσεις δανεικά — и не вздумай просить у меня взаймы

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ετοιμάζω

  • 126 έτσι

    1. επίρρ. так, таким образом;

    κάνε έτσι — сделай так;

    κάνε έτσι πού... — сделай так, чтобы...;

    μην κάνετε έτσι — не делайте так;

    ας γίνει έτσι — так тому и быть;

    έτσι δεν γίνεται δουλειά — так дело не пойдёт;

    πώς έτσι; — как же так? πώς έγινε έτσι; — как это случилось?;

    καί έτσι είναι — так оно и есть;

    δεν είναι έτσι — это не так;

    έτσι δεν είναι; — не так ли?;

    έτσι έ; — значит так?;

    κι' έτσι — итак;

    έτσι όπως πρέπει — так как следует;

    έτσι είμαι εγώ — таков я;

    με το έτσι θέλω — произвольно, явочным порядком;

    έτσι πού λες — вот какие дела;

    τό είπα έτσι — или έτσι τό είπα — я просто так это сказал;

    έτσι ακριβώς το είπα — я сказал именно так;

    § έτσι κι' έτσι — а) так себе, средне; — б) так или иначе; — во всяком случае; — всё равно;

    πώς είσθε;

    ------ κι' έτσι — как поживаете?— так себе;

    έτσι κι' έτσι δεν πρόκειται να ωφεληθώ ( — так или иначе) всё равно я ничего не выгадаю;

    έτσι είτε αλλιώς — так или иначе;

    κι' έτσι κι' αλλ(ο)ιώς — так или иначе;

    έτσι καί είναι — так и есть, это правда;

    τό δίνουν έτσι — бесплатно, даром дают;

    2. σύνδ.
    1) как только; когда, после того как;

    έτσι πείς — как только скажешь;

    έτσι εχάραξε η α,ύγή — как только занялась заря;

    έτσι φύγει ο παππάς — когда уйдёт отец;

    2) если;

    έτσι θελήσεις — если захочешь;

    έτσι τό μάθει αυτός — если он узнает об этом;

    § έτσι πού — или έτσι ώστε — так чтобы.

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > έτσι

  • 127 ήσυχα

    επίρρ.
    1) спокойно; сдержанно; тихо, мирно;

    φέρνομαι ήσυχα — вести себя спокойно;

    2) спокойно, безмятежно; мирно;

    ήσυχα, μην ταράζεσαι — спокойно, не волнуйся;

    3) тихо, бесшумно;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ήσυχα

  • 128 ιδιαίτερο(ν)

    τό
    1) частность; 2) πλ. личные дела; μην ανακατεύεσαι στα ιδιαίτερα μου не вмешивайся в мой личные дела;

    έχουν ιδιαίτερα — у них свои секреты (дела)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ιδιαίτερο(ν)

См. также в других словарях:

  • μην — Πρώτος ιστορικός φαραώ της Αιγύπτου. Ανέβηκε στον θρόνο το 3300 π.Χ. Ήταν ο ιδρυτής της πρώτης θινιτικής δυναστείας. Καταγόταν από την Άνω Αίγυπτο και έχτισε την πόλη Μέμφιδα, την οποία έκανε και πρωτεύουσά του. Διακρίθηκε ως στρατιωτικός και… …   Dictionary of Greek

  • Μην — Πρώτος ιστορικός φαραώ της Αιγύπτου. Ανέβηκε στον θρόνο το 3300 π.Χ. Ήταν ο ιδρυτής της πρώτης θινιτικής δυναστείας. Καταγόταν από την Άνω Αίγυπτο και έχτισε την πόλη Μέμφιδα, την οποία έκανε και πρωτεύουσά του. Διακρίθηκε ως στρατιωτικός και… …   Dictionary of Greek

  • μήν — μείς Ars Prooem. masc nom/voc sg μήν Ars Prooem. indeclform (particle) μής masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μῆν — Μᾶ fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μῆν' — Μῆναι , Μήνη moon fem nom/voc pl Μῆναι , Μηνᾶς masc nom/voc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μῆν' — μῆναι , μαίνομαι rage aor inf act μῆναι , μαίνομαι rage aor imperat mid 2nd sg μῆνα , μαίνομαι rage aor ind act 1st sg (homeric ionic) μῆνε , μαίνομαι rage aor ind act 3rd sg (homeric ionic) μῆνα , μείς Ars Prooem. masc acc sg μῆνε , μείς Ars… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ου μην αλλά — (ΑΜ οὐ μὴν αλλά) αλλ όμως, μολονότι, προσέτι («οὐ μὴν ἀλλ ἐπέμεινεν ὁ Κῡρος... καὶ ὁ ἵππος ἐξανέστη», Ξεν.) μσν. αρχ. 1. oὐ μὴν ἀλλὰ καί προσέτι, προς τούτοις, εκτός από αυτά και... («οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ ἐκ τοῡ ἐγκλήματος τούτου δῆλόν ἐστιν»,… …   Dictionary of Greek

  • ου μην — οὐ μήν (ΑΜ, Α δωρ. και αιολ. τ. οὐ μάν) αλλ όμως όχι, οπωσδήποτε όχι («οὐ μήν οὐ δύνανται τοὺς ἐπινηχομένους λαθεῑν ἰχθύας», Αισχύλ.) αρχ. oὐ μήν... γε (συν. όταν προηγείται άρνηση) ούτε βεβαίως (« Αφροδίτης μὲν γὰρ οὔ μοι φαίνεται... οὐ μὴν… …   Dictionary of Greek

  • και μην — καὶ μήν (Α) βλ. και (Ι) …   Dictionary of Greek

  • Τό πρᾶγμά σου ασφάλιζε καὶ τὸν γείτονά σου κλέπτην μὴν τὰν κάμης. — См. Плохо не клади, в грех не вводи …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ἠράμην — ἠρά̱μην , ἀράομαι pray to imperf ind mp 1st sg (attic epic doric ionic aeolic) ἠρά̱μην , ἀρέομαι plup ind mp 1st sg (attic) ἠ̱ράμην , αἴρω attach aor ind mid 1st sg (attic epic ionic) ἔραμαι love imperf ind mp 1st sg ἠρά̱μην , ἐράομαι love imperf …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»