-
61 перелить
-лью, -льшь, παρλθ. χρ. перелил-ла, -ло, προστκ. перелей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перелитый, βρ: -лит, -а, -оρ.σ.μ.1. μεταγγίζω, μετακενώνω τραβατσάρω, χύνω, αδειάζω. || μτφ. εμβάλλω, μεταδίνω (για σκέψεις, αισθήματα, ενέργεια κ.τ.τ.).2. χύνω παραπάνω από το κανονικό•я -ил три капли лекарства έρριξα πάνω από τρεις σταγόνες φάρμακο.
3. ξαναχύνω•перелить статую ξαναχύνω το άγαλμα.
|| χύνω τήκω, λιώνω.4. ξεχειλίζω, υπερχειλίζω.1. μεταγγίζομαι.2. ξεχειλίζω, υπερχειλίζω. || πλημμυρίζω. -
62 переплатить
-плачу, -платишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переплаченный, βρ: -чен, -а, -о; ρ.σ.μ.1. πληρώνω παραπάνω προσμετρώ, επιμετρώ.2. πληρώνω, καταβάλλω (χρήματα). -
63 переплачивать
-
64 переработать
ρ.σ.μ.1. επεξεργάζομαι, κατεργάζομαι, δουλεύω μετατρέπω, μεταβάλλω•переработать лн επεξεργάζομαι το λινάρι.
|| χωνεύω, αφομοιώνω•желудок быстро -ал пищу το στομάχι γρήγορα χώνεψε την τροφή.
2. ξαναδουλεύω, ξαναεπεξεργάζομαι• διορθώνω•журналист -ал статью ο δημοσιογράφος ξαναδούλεψε το άρθρο.
|| μτφ. αλλάζω, διαφοροποιώ.3. εργάζομαι παραπάνω ή υπερωρίες4. παραδουλεύω, καταπονούμαι, υπερκοπιάζω.(1, 2 πρόσ. δεν έχει) μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι. || χωνεύω, αφομοιώνομαι, παρακουράζομαι, υπερκοπιάζω, καταπονούμαι. -
65 подвезти
-везу, -везшь, παρλθ. χρ. подвз-везла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. подвз-ший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подвезнный, βρ: -зн, -зена, -зеноρ.σ.1. μεταφέρω (με μεταφορικό μέσο).2. μεταφέρω, κουβαλώ παραπάνω, συμπληρωματικά.3. (απρόσ.) αστοχώ, λαθεύω, την παθαίνω, την πατώ. -
66 подгружать
-
67 подгрузить
ρ.σ.μ. φορτώνω παραπάνω. -
68 подколоть
ρ.σ.μ.1. καρφώνω καρφιτσώνω•-косу καρφιτσώνω την πλεξούδα.
2. (επι)συνάπτω•подколоть характеристику к делу επισυνάπτω έκθεση για την υπόθεση.
3. κεντρίζω, νύσσω.4. μτφ. θίγω, πειράζω, πληγώνω.ρ.σ.μ. σχίζω ακόμα λίγο ή παραπάνω•подколоть дров σχίζω ακόμα λίγα καυσόξυλα.
-
69 подкрутить
-
70 подлеплять
-
71 подмотать
ρ.σ.μ.1. τυλίγω αποκάτω.2. μαζεύω, περιτυλίγω•подмотать ниток на шпульку μασουρίζω τις κλωστές.
|| μαζεύω παραπάνω.; -
72 подмотка
-и θ.μάζεμα αποκάτω. || περιτύ-!. λιξη: μάζεμα παραπάνω. -
73 подымать
-аю, -аешь κ. παλ. подъемлю, -млешьρ.δ.βλ. подъять, поднять.εκφρ.подымай выше! – βάλε (λογάριασε•) παράπάνω!βλ. подъяться, подняться. -
74 полно
полно 1ως κατηγ. φτάνει, αρκετά, είναι αρκετό• πάψε, σταμάτα, κόφτο. || τι λες! τι λέτε!εκφρ.да и полно – πέρα για πέρα• και τίποτε περισσότερο ή παραπάνω.полно 2επίρ.πλήρως, γεμάτα, κάργα. -
75 превзойти
-ойду, -ойдшь, παρλθ. χρ. превзошл-шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. превзошедший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. превзойденный, βρ: -ден, -дена, -дено,επιρ. μτχ. превзойдя ρ.σ. υπερέχω, υπερτερώ, ξεπερνώ, είμαι-ανώτερος•превзойти всех силою, мужеством ξεπερνώ όλους στη δύναμη, στην ανδρεία•
доходы -шли расходы τα έσοδα ξεπέρασαν τα έξοδα•
это -шло все мой ожидания αυτό ξεπέρασε όλες μου τις προσδοκίες.
εκφρ.превзойти (самого) себя – κάνω παραπάνω απ ό,τι περίμενα,ξεπερνώ τις προσδοκίες μου. -
76 приарендовать
ρ.σ.μ. ενοικιάζω παραπάνω, συ μπληρωματικά. -
77 приворотить
-рочу, -рочишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. привороченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ.1. μετακινώ, μετατοπίζω κυλίοντας.2. κάμπτω, λυγίζω, γέρνω. || στρέφω, στρίβω, γυρίζω.3. επισκέπτομαι περαστικός, περνώ,διαβαίνω. || πλησιάζω πλέονταζ πλέω προς.4. μεταφέρω.5. προσθέτω, λέγω παραπάνω•приворотить слово προσθέτω μια λέξη.
6. βλ. приворожить. -
78 придача
-и θ.1. δόσιμο, χορήγηση επιπρόσθετα.2. επίδομα επιπροσθήκη.εκφρ.в -у κ. на -у – επιπρόσθετα, συμπληρωματικά, παραπάνω, επί πλέον. -
79 припахать
ρ.σ.μ. οργώνω παραπάνω. -
80 пристегнуть
ρ.σ.μ.1. κουμπώνω.2. ζεύω συμπληρωματικά ή παραπάνω.3. μτφ. (απλ.) προσθέτω•пристегнуть к рассказу ненужные подробности προσθέτω (βάζω) στο διήγημα άχρηστες λεπτομέρειες.
1. κουμπώνομαι κλπ. ρ.μ.2. ενώνομαι• προστίθεμαι.
См. также в других словарях:
παραπάνω — και παραπάνου επίρρ. 1. τοπ. α) πιο πάνω, πιο ψηλά («στο παραπάνω σκαλοπάτι») β) παραπέρα («κάθεται στο παραπάνω σπίτι») 2. (ποσ. ή χρον.) επί πλέον, περισσότερο, πιο πολύ («πλήρωσε παραπάνω απ όσο υπολόγιζε») 3. φρ. «με το παραπάνω» περισσότερο… … Dictionary of Greek
παραπάνω — επίρρ. ποσοτ. τοπ. 1. για τόπο, πιο πάνω, ψηλότερα: Στην παραπάνω γειτονιά, στην παραπάνω ρούγα (δημ. τραγ.). 2. για ποσό, πιο πολύ, περισσότερο: Κάνε παραπάνω φαγητό μήπως έχουμε και επισκέπτες. 3. για χρόνο, περισσότερο, πάνω από: Παραπάνω από… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναλυτική γεωμετρία — Με τον όρο αυτό νοείται το σύνολο των μεθόδων που επιτρέπουν συστηματικά τη μετάφραση γεωμετρικών προβλημάτων σε προβλήματα αναλυτικά και, σε συνέχεια, τη γεωμετρική παράσταση των αποτελεσμάτων, τα οποία προκύπτουν. Ως θεμελιωτές της α.γ.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… … Dictionary of Greek
αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… … Dictionary of Greek
δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός … Dictionary of Greek
ενέργεια — Ο ορισμός της ε. είναι καρπός μακράς μελέτης και προσπαθειών, οι οποίες εξέτειναν και διεύρυναν την έννοιά της, ώστε να περιλάβει και να πλαισιώσει πλήθος φαινομένων. Σε μια πρώτη προσέγγιση, η ε. μπορεί να οριστεί ως η ικανότητα ενός συστήματος… … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek