-
1 κόμματι
κόμμαstamp: neut dat sg -
2 κομμάτι
1) item2) sheetΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κομμάτι
-
3 chunk sampling
French\ \ sondage par groupes naturels; sondage par groupes naturels d'unitésGerman\ \ RaffprobeDutch\ \ greepsgewijze steekproefItalian\ \ campionamento a fetteSpanish\ \ muestreo por chunk; muestreo por grupos naturalesCatalan\ \ mostreig per grups naturalsPortuguese\ \ amostragem por grupos; mostragem por pedaçosRomanian\ \ sondaj esantionare pe grupuriDanish\ \ vilkårlig udvælgelseNorwegian\ \ vilkårlig utvelgingSwedish\ \ bekvämlighetsurvalGreek\ \ δειγματοληψίας κομμάτιFinnish\ \ eräs kiintiöpoiminta; mielivaltainen; ei-satunnainen poimintaHungarian\ \ darab mintavételiTurkish\ \ iri parça örneklemesiEstonian\ \ kamakaviisiline valik (suurte koguste kaupa)Lithuanian\ \ didžioji imtisSlovenian\ \ blok vzorčenjaPolish\ \ losowanie skibkoweRussian\ \ большая выборкаUkrainian\ \ шматок вибіркиSerbian\ \ комад узорковањеIcelandic\ \ klumpur sýnatökuEuskara\ \ zatia laginketaFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ نمونه تکهArabic\ \ معاينة بالزمرةAfrikaans\ \ broksteekproefnemingChinese\ \ 部 分 ( 方 便 ) 抽 样Korean\ \ 덩어리 표집 -
4 κόμμα
A stamp or impression of a coin,χαλκίοις.. κοπεῖσι τῷ κακίστῳ κόμματι Ar.Ra. 726
: prov., πονηροῦ κόμματος of bad stamp, Id.Pl. 862, 957; χρυσίον κόμμασιν ἀποσμώμενον (sic leg. pro ἀποσπ- ) cleansed by blows of the die, Luc.Pisc.14.2 coinage,ἴδιοί τινες [θεοί], κ. καινόν Ar.Ra. 890
, cf. Ec. 817; Σεύθα κόμμα, on Thracian coins, BMus.Cat.Coins Thrace p.201 (v B.C.); οἱ τὸ τοῦ νομίσματος κ. μεταχειριζόμενοι, = Lat. triumviri monetales, D.C.54.26.3 metaph., μαλθακωτέρου κόμματος, of the female body, Ph. 1.639.3 shortclause in a sentence, Cic.Orat.62.211, Phld.Rh.1.165 S., D.H.Comp.26, Quint.9.4.22, etc.; defined asτὸ κώλου ἔλαττον Demetr.Eloc.9
; cf. .
См. также в других словарях:
κομμάτι — το (AM κομμάτιον, Μ και κομμάτι[ν]) τμήμα ενός όλου, μέρος, τεμάχιο («κόψε το μήλο σε τέσσερα κομμάτια») νεοελλ. 1. (χωρίς άρθρο, επιρρμ.) λίγη ποσότητα ή λίγος χρόνος (α. «κάτσε κομμάτι να σέ δούμε» β. «φάε κομμάτι πριν φύγεις») 2. μουσική… … Dictionary of Greek
κομμάτι — το 1. τεμάχιο, μικρό τμήμα ενός όλου: Έφαγε ένα κομμάτι ψωμί κι έφυγε. 2. καθένα από τα πολλά όμοια εμπορεύματα: Τα πουλάει εκατό ευρώ το κομμάτι. 3. μουσικό τεμάχιο: Η ορχήστρα σήμερα παίζει ωραία κομμάτια. 4. φρ., «Δεν μπορώ να γίνω χίλια… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κόμματι — κόμμα stamp neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουπί — Κομμάτι ξύλου διαμορφωμένο κατά τέτοιον τρόπο ώστε να χρησιμεύει για την πρόωση σκάφους με τη χρησιμοποίηση της μυϊκής δύναμης του ανθρώπου. Το κ. είναι μοχλός δεύτερου είδους, στον οποίο και η δύναμη και η αντίσταση εφαρμόζονται αντίστοιχα στη… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
αίσα — (Aishah, 614; – Μεδίνα 678 μ.X.). Η τρίτη και πιο αγαπημένη από τις συζύγους του Μωάμεθ. Ο προφήτης την παντρεύτηκε όταν η Α. ήταν σε ηλικία επτά ετών, για να εξασφαλίσει την εύνοια του πατέρα της Αμπού Μπακρ, ισχυρού φύλαρχου. Η Α. ήταν η… … Dictionary of Greek
σκάκι — Το παιχνίδι για δύο άτομα, με πεσσούς, (πιόνια), οι οποίοι καθώς μετακινούνται από τους παίχτες, σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, δίνουν τη σχηματική διεξαγωγή μιας μάχης. Κατάγεται πιθανότατα από την Ινδία (η λέξη προέρχεται από το περσικό σαχ,… … Dictionary of Greek
τόρνος — Εργαλειομηχανή κατεργασίας μηχανολογικών κομματιών, στα οποία δίνει μορφή επιφάνειας με περιστροφή, αφαιρώντας υλικό από το κομμάτι στο οποίο γίνεται η επεξεργασία. Η κύρια κίνηση κοπής προσδίδεται πάντοτε στο κομμάτι που προορίζεται για… … Dictionary of Greek
χάλυβας — Κράμα του σιδήρου, στο οποίο περιέχεται άνθρακας κατά 1,7 1,8% και άλλα μεταλλικά και μη μεταλλικά στοιχεία, κατάλληλα για να προσδώσουν στο κράμα ειδικές ιδιότητες (βανάδιο, βολφράμιο, νικέλιο, χρώμιο), ενώ άλλα στοιχεία βρίσκονται ως… … Dictionary of Greek
εισαγωγή — Πράξη με την οποία ένα εμπόρευμα εισάγεται από χώρα του εξωτερικού στην εσωτερική αγορά. Στην εθνική λογιστική ονομάζονται ε. και οι ολικές ποσότητες εμπορευμάτων, οι οποίες σε μια ορισμένη περίοδο έχουν εισαχθεί από το εξωτερικό. Οι ε.… … Dictionary of Greek