-
81 штучный
[στούτσνυϊ] εκ. αυτός που πουλιέται με το κομμάτι -
82 деталь
[ντιτάλ'] σοσ. θ. λεπτομέρεια, κομμάτι, εξάρτημα -
83 клок
[κλόκ] ουσ α ρούφα, κομμάτι -
84 кусок
[κουσόκ] ουσ α κομμάτι -
85 сдельно
[ζντιέλ'νζ] επίρ με το κομμάτι -
86 сдельный
[ζντιέλ'νυϊ] επ που πληρώνεται με το κομμάτι -
87 сдельщик
[ζντιέλ'στσικ] ουσ α ο εργάτης που δουλεύει με το κομμάτι -
88 слиток
[σλίτακ] ουσ α κομμάτι χυτού μετάλλου, ράβδος -
89 часть
[τσάστ'] ουσ θ μέρος, τμήμα, μερίδιο, κομμάτι -
90 штука
[στούκα] ουσ θ κομμάτι -
91 штучный
[στούτσνυϊ] επ αυτός που πουλιέται με το κομμάτι -
92 брюшко
-а ουδ.1. κοιλίτσα. || η κοιλιά εντόμων.2. κομμάτι γούνας από κοιλιά ζώου. || κρέας από κοιλιά ζώου. -
93 весовой
επ.του βάρους•-ая единица μονάδα βάρους.
|| με το ζύγι (όχι με το κομμάτι)•весовой хлеб ψωμί με το ζύγι•
весовой товар εμπόρευμα με το ζύγι (όχι πακεταρισμένο).
-
94 впихнуть
-ну, -нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. впихнутый, βρ: -нут, -а, -оρ.σ.μ.σπρώχνω, ωθώ μέσα, μπάζω, εμβάλλω•впихнуть в рот кусок хлеба βάζω στο στόμα ένα κομμάτι ψωμί.
σπρώχνομαι μέσα, εμβάλλομαι. -
95 вприкуску
επίρ.στην εκφρ. пить -πίνω εκμυζώντας κομμάτι ζάχαρη (για τσάι, καφέ κλπ.) -
96 выдел
-а α.μερίδιο, μερτικό, μοίρα. || κλήρος, τμήμα, κομμάτι γης. -
97 выйти
выйду, выйдешь, παρλθ. χρ. вышел, -шла, -шло, προστκ. выйди, μτχ. παρλθ. χρ. вышедший, επίρ. μτχ. выйдя ρ.σ.1. βγαίνω έξω, εξέρχομαι•выйти из дому βγαίνω άπο το σπίτι•
выйти из окружения βγαίνω από τον κλοιό•
выйти на улицу βγαίνω έξω• βγαίνω στο δρόμο•
выйти на охоту πηγαίνω κυνήγι•
выйти на прогулку βγαίνω περίπατο•
выйти на сцену βγαίνω στη σκηνή•
выйти на дорогу στο δρόμο•
выйти на добычу εξέρχομαι προς οίγραν (για κυνήγι).
|| μτφ. τίθεμαι εκτός, εξέρχομαι, βγαίνω•выйти из боя βγαίνω.εκτός μάχης•
выйти из игры βγαίνω από το παιγνίδι (χάνω)•
выйти из больницы βγαίνω από το νοσοκομείο, παίρνω εξιτήριο•
выйти из школы τελειώνω το σχολείο, αποφοιτώ από το σχολείο•
выйти на работу πηγαίνω στη δουλειά.
|| φυτρώνω•-шла кукуруза φύτρωσε το καλαμπόκι.
|| μτφ. απαλλάσσομαι•выйти из долгов βγαίνω από τα χρέη, ξεχρεώνομαι.
|| μτφ. χάνω•выйти из терпения χάνω την υπομονή.
|| βγαίνω•выйти из употребления αχρηστεύομαι•
выйти из себя βγαίνω από τον εαυτό μου, γίνομαι έξω φρενών.
2. εκδίδομαι•-шел первый номер журнала βγήκε το πρώτο νούμερο του περιοδικού.
3. αναδείχνομαι•выйти победителем βγαίνω νικητής.
4. φτάνω το όριο•он ростом не -шел αυτός δεν βγήκε στο ανάστημα.
5. γίνομαι, προκύπτω, αποβαίνω•из него -шел прекрасный работник αυτός έγινε θαυμάσιος εργατοτεχνίτης•
из этого отреза выйдет два костюма απ’ αυτό το κομμάτι υφάσματος θα βγουν δυό κοστούμια.
6. προέρχομαι, πηγάζω, προκύπτω•от свда вышли все недоразумения απ’ εδώ προέκυψαν όλες οι παρεξηγήσεις.
7. προέρχομαι, κατάγομαι•он -шел из народа αυτό βγήκε από το λαό, είναι λαογένητος.
8. εξέρχομαι•-из войны βγαίνω από τον πόλεμο.
9. Μέ τη λ. замуж παντρεύομαι•она -шла замуж αυτή παντρεύτηκε.
10. ξοδεύω, δαπανώ, καταναλώνω•за месяц -шло около кубаметра дров το μήνα μου πήγε περίπου ένα κυβικό καυσόξυλα.
|| τελειώνω, περνώ•εκφρ. выйти на пенсию βγαίνω (πηγαίνω) στη σύνταξη• выйти из берегов πλημμυρίζω, ξεχειλίζω• выйти из возраста ξεπερνώ το όριο ηλικίας• выйти из головы (ума, памяти) ξεχνώ, λησμονώ• выйти из доверия χάνω την εμπιστοσύνη κάποιου, δε χαίρω εμπιστοσύνης• выйти из положения βγαίνω από δύσκολη κατάσταση• выйти из пределов ή границ ξεπερνώ τα όρια• выйти из-под пера ή из-под кисти кого είμαι έργο του συγγραφέα, του καλλιτέχνη• выйти наружу φανερώνομαι, βγαίνω στα φόρα• не -шел чем δεν έγινε όπως περιμένονταν умом не -шел δεν του φτάνει, είναι λίγο κουτός• года -шли α) τα χρόνια ήρθαν(ωρίμασε), β) τα χρόνια πέρασαν (το κανονικό όριο).-шел срок τέλειωσε η προθεσμία.
-
98 выпорок
-рка α. (απλ.) κομμάτι ξηλωμένο. -
99 вырезка
-и θ.1. απόκομμα (εφημερίδας, περιοδικού κ.τ.τ.)κομμάτι, τεμάχιο.2. φιλέτο, μπονφιλέ (μέρος κρέατος). -
100 выхватить
-ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выхваченный, βρ: -чен, -а, -о, ρ.σ.μ.1. αρπάζω, αδράζω παίρνω.2. βγάζω, εξάγω•пистолет βγάζω (τραβώ) το πιστόλι.
|| πιάνω, περιλαβαίνω (χώρο, έκταση).3. (νι οπτ.) κόβω πολλά ή μεγάλο κομμάτι.
См. также в других словарях:
κομμάτι — το (AM κομμάτιον, Μ και κομμάτι[ν]) τμήμα ενός όλου, μέρος, τεμάχιο («κόψε το μήλο σε τέσσερα κομμάτια») νεοελλ. 1. (χωρίς άρθρο, επιρρμ.) λίγη ποσότητα ή λίγος χρόνος (α. «κάτσε κομμάτι να σέ δούμε» β. «φάε κομμάτι πριν φύγεις») 2. μουσική… … Dictionary of Greek
κομμάτι — το 1. τεμάχιο, μικρό τμήμα ενός όλου: Έφαγε ένα κομμάτι ψωμί κι έφυγε. 2. καθένα από τα πολλά όμοια εμπορεύματα: Τα πουλάει εκατό ευρώ το κομμάτι. 3. μουσικό τεμάχιο: Η ορχήστρα σήμερα παίζει ωραία κομμάτια. 4. φρ., «Δεν μπορώ να γίνω χίλια… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κόμματι — κόμμα stamp neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουπί — Κομμάτι ξύλου διαμορφωμένο κατά τέτοιον τρόπο ώστε να χρησιμεύει για την πρόωση σκάφους με τη χρησιμοποίηση της μυϊκής δύναμης του ανθρώπου. Το κ. είναι μοχλός δεύτερου είδους, στον οποίο και η δύναμη και η αντίσταση εφαρμόζονται αντίστοιχα στη… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
αίσα — (Aishah, 614; – Μεδίνα 678 μ.X.). Η τρίτη και πιο αγαπημένη από τις συζύγους του Μωάμεθ. Ο προφήτης την παντρεύτηκε όταν η Α. ήταν σε ηλικία επτά ετών, για να εξασφαλίσει την εύνοια του πατέρα της Αμπού Μπακρ, ισχυρού φύλαρχου. Η Α. ήταν η… … Dictionary of Greek
σκάκι — Το παιχνίδι για δύο άτομα, με πεσσούς, (πιόνια), οι οποίοι καθώς μετακινούνται από τους παίχτες, σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, δίνουν τη σχηματική διεξαγωγή μιας μάχης. Κατάγεται πιθανότατα από την Ινδία (η λέξη προέρχεται από το περσικό σαχ,… … Dictionary of Greek
τόρνος — Εργαλειομηχανή κατεργασίας μηχανολογικών κομματιών, στα οποία δίνει μορφή επιφάνειας με περιστροφή, αφαιρώντας υλικό από το κομμάτι στο οποίο γίνεται η επεξεργασία. Η κύρια κίνηση κοπής προσδίδεται πάντοτε στο κομμάτι που προορίζεται για… … Dictionary of Greek
χάλυβας — Κράμα του σιδήρου, στο οποίο περιέχεται άνθρακας κατά 1,7 1,8% και άλλα μεταλλικά και μη μεταλλικά στοιχεία, κατάλληλα για να προσδώσουν στο κράμα ειδικές ιδιότητες (βανάδιο, βολφράμιο, νικέλιο, χρώμιο), ενώ άλλα στοιχεία βρίσκονται ως… … Dictionary of Greek
εισαγωγή — Πράξη με την οποία ένα εμπόρευμα εισάγεται από χώρα του εξωτερικού στην εσωτερική αγορά. Στην εθνική λογιστική ονομάζονται ε. και οι ολικές ποσότητες εμπορευμάτων, οι οποίες σε μια ορισμένη περίοδο έχουν εισαχθεί από το εξωτερικό. Οι ε.… … Dictionary of Greek