-
61 произвольный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно.1. ελεύθερος• κατ ιδία βούληση, με δική τουθέληση•-ые движения ελεύθερες κινήσεις.
2. αυθαίρετος• αυταρχικός•-ое распоряжение αυθαίρετη διαταγή.
|| αβάσιμος, αστήριχτος•произвольный вывод αυθαίρετο συμπέρασμα.
-
62 сказать
окажу, скажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сказанный, βρ: -зан, -а, -оρ.σ.1. βλ. говорить.2. παλ. διηγούμαι.3. ανακοινώνω, γνωστοποιώ (απόφαση, διαταγή).4. скажем ως παρνθ. λ. να πούμε, παραδείγματος χάρη.5. προστκ. скажи(те) πες, πέστε (για αγανάκτηση, θαυμασμό κ.τ.τ.). || скажешь! είπες (καισύ) ! (περ ιφρονητ ικά στον συνομιλητή).εκφρ.как сказать – (για) να πούμε• κατά κάποιον τρόπο•лучше, вернее, проще, точнее сказать – για να πω καλύτερα, σωστότερα, πιο απλά, ακριβέστερα•можно сказать – (παρνθ. λ.) μπορώ να πω•нечего сказать – δε μπορώ να πω τίποτε (να επικρίνω)•ничего не -жешь – είναι άψογο, συμφωνώ ότι είναι καλό, σωστό•-ите на милость ή пожалуйста – βλ. 5 σημ. чтобы не сказать... για να μην πω... (κάτι χειρότερο, βαρύτερο).1. βλ. говориться.2. εκδηλώνομαι, φαίνομαι, φανερώνομαι. || επιδρώ, επιρεάζω.3. λέγω, ανακοινώνω, γνωστοποιώ.4. πάνω, προσποιούμαι•сказать больным κάνω τον άρρωστο.
-
63 слушать
ρ.δ.μ.1. ακούω•слушать радио ακούω ραδιόφωνο•
слушать лекцию ακούω διάλεξη•
слушать сказки ακούω παραμύθια.
2. ακροώμαι•доктор -ал его грудь и сердце ο γιατρός τον άκουσε στο στήθος και στην καρδιά.
3. εισακούω, δέχομαι•-айте советы врача ακούτε τις συμβουλές του γιατρού.
4. υπακούω, υποτάσσομαι•слушать оща ακούω τον πατέρα•
он никого не -ет αυτός δεν ακούει κανέναν.
|| (για μηχανή ή μηχανισμούς)• υποτάσσομαι•руль не -ет το τιμόνι (πηδάλιο) δε λειτουργεί.
5. слушаю! στις διαταγές σας!1. υπακούω, υποτάσσομαι•не слушать родителей δεν υπακούω στους γονείς•
не слушать приказа δεν υπακούω στη διαταγή.
2. βλ. ενεργ. φ. 3 σημ.3. слушаюсь! βλ. ενεργ. φ. 5 σημ.4. ακροώμαι, ακούω. -
64 сыскной
επ.της αναζήτησης• της ανεύρεσης• της ανακάλυψης•сыскной приказ διαταγή ανεύρεσης.
-
65 удержать
удержу, удержишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. удержанный, βρ: -жан, -а, -о ρ.σ.μ.1. κρατώ, συγκρατώ, βαστώ•удержать кого–нибудь от падения κρατώ κάποιον να μην πέσει•
удержать тяжлый предмет на руках κρατώ βαρύ αντικείμενο στα χέρια•
кучер не -ал лошадей ο αμαξάς δε μπόρεσε να συγκρατήσει τα άλογα•
неприятеля αναχαιτίζω τον εχθρό.
2. δεν αφήνω να φύγει•мы хотели уйти, но дедушка нас -ал θέλαμε να φύγουμε, όμως ο παππούς μας κράτησε.
3. μτφ. περιορίζω•-жи твой язык μάζεψε τη γλώσσα σου (λίγα τα λόγια σου).
4. αφήνω•удержать за собой сто рублей κρατώ για τον εαυτό μου εκατό ρούβλια.
|| διατηρώ•удержать в памяти κρατώ στη μνήμη.
(στρατ.) διατηρώ•приказ удержать захватить и удержать мост διαταγή удержать να καταληφθεί και να κρατηθεί η γέφυρα.
|| (για αποδοχές, μισθό)• κάνω κρατήσεις.1. κρατιέμαι•еле -лся на ногах μόλις μπόρεσα να κρατηθώ στα πόδια•
я не смог удержать δεν μπόρεσα να κρατηθώ.
2. διατηρούμαι• διαρκώ•их мнение про меня -лась долго η γνώμη τους για μένα διατηρήθηκε πολύν καιρό.
|| δεν παραδίνω τη θέση, δεν υποχωρώ•отряд -лся на прежних позициях το τμήμα κρατήθηκε στις θέσεις του.
|| παραμένω•он -лся на службе αυτός παρέμεινε στην υπηρεσία.
3. συγκρατιέμαι, είμαι εγκρατής; απέχω, αποφεύγω•удержать от смеха συγκρατιέμαι από τα γέλια•
удержать от слз συγκρατιέμαι από τα δάκρυα (συγκρατώ τα δάκρυα)•
удержать от пьянства αποφεύγω το μεθύσι.
-
66 указ
-а α.διάταγμα•указ президиума Верховного Совета СССР διάταγμα του προεδρείου του Ανώτατου Σοβιέτ της ΣΣΣΔ.
|| διαταγή.εκφρ.не указ кому – (ως κατηγ.) δεν μπορεί να χρησιμεύσει σαν πρότυπο (υπόδειγμα)•ты мне не указ – εσύ για μένα δεν είσαι πρότυπο. -
67 указать
укажу, укажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. указанный, βρ: -зан, -а, -оρ.σ.1. δείχνω•указать пальцем δακτυλοδεικτώ•
указать кому дорогу в город δείχνω σε κάποιον το δρόμο για την πόλη•
указать кому дверь δείχνω σε κάποιον την πόρτα (να βγει έξω).
2. μτφ. υποδείχνω, λέγω•указать ощибки υποδείχνω τα λάθη•
указать на недостатки λέγω τις ελλείψεις (τα ελαττώματα).
3. κατατοπίζω, ενημερώνω• δίνω οδηγίες.4. διατάζω, δίνω διαταγή, εντολή. -
68 циркуляр
-а α.η εγκύκλιος (υπηρεσιακή επιστολή ή διαταγή). -
69 циркулярный
επ.1. της εγκυκλίου•-ое письмо εγκύκλια επιστολή•
циркулярный приказ εγκύκλια διαταγή.
2. κυκλικός, κυκλοτερής. -
70 энциклика
-и θ.εγκύκλιος (διαταγή) του Πάπα. -
71 ferman
φιρμάνι, φερμάνι, διαταγή -
72 ısmarlatma
προσταγή, διαταγή -
73 avis
1) διαταγή2) ειδοποίηση3) κοινοποίηση4) γνώμη5) προειδοποίηση6) άποψη7) αγγελία8) γνωμοδότηση -
74 ordre
1) τάγμα2) διαταγή3) σύστημα
См. также в других словарях:
διαταγή — command fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαταγή — Εντολή, προσταγή· επίσης το έγγραφο στο οποίο αναγράφεται η διαταγή. δ. πληρωμής (Νομ.). Όταν πρόκειται για χρηματικές απαιτήσεις που αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, μπορεί να ζητηθεί από τον δικαστή η έκδοση δ. πληρωμής με… … Dictionary of Greek
διαταγή — η 1. δεσμευτική επιταγή, εντολή από ανώτερη του λήπτη αρχή, γραπτή ή προφορική: Μην παραπονιέσαι σε μένα, γιατί εκτελώ απλά διαταγή του διευθυντή. 2. το έγγραφο της εντολής: Το επιτελικό γραφείο έστειλε σήμερα δυο καινούριες διαταγές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαταγῇ — διατάσσω appoint aor subj pass 3rd sg διατάσσω appoint aor subj pass 3rd sg διατάσσω appoint aor subj pass 3rd sg διαταγή command fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαταγῆι — διαταγῇ , διατάσσω appoint aor subj pass 3rd sg διαταγῇ , διατάσσω appoint aor subj pass 3rd sg διαταγῇ , διατάσσω appoint aor subj pass 3rd sg διαταγῇ , διαταγή command fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαταγαῖς — διαταγή command fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαταγαί — διαταγή command fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαταγῆς — διαταγή command fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαταγήν — διαταγή command fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαταγῶν — διαταγή command fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιταγή — Πιστωτικός τίτλος με ασαφή ιστορική καταγωγή που γνώρισε ευρεία διάδοση από τις αρχές του 18ου αι. στη Μεγάλη Βρετανία, όταν απαγορεύτηκε στα πιστωτικά ιδρύματα να εκδίδουν τραπεζογραμμάτια και παραχωρήθηκε το δικαίωμα της έκδοσης χαρτονομίσματος … Dictionary of Greek