Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

με+πήρε+ο

  • 101 повернуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. поврнутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    στρίβω, στρέφω, γυρίζω•

    повернуть ключ в замке γυρίζω το κλειδί στην κλείδωνιά•

    -ни налево στρίψε αριστερά•

    -ни назад γύρισε πίσω•

    колесо στρέφω τον τροχό•

    повернуть внимание μτφ. στρέφω την προσοχή•

    повернуть разговор μτφ. γυρίζω αλλού την κουβέντα.

    στρέφομαι, στρίβω, γυρίζω•

    ключ -лся в замке το κλειδί έστριψε στην κλείδωνιά•

    он -лся лицом ко мне αυτός έστρεψε το πρόσωπο κατ. εμένα.

    || αλλάζω κατεύθυνση•

    дело -лось совсем иначе η υπόθεση πήρε τελείως διαφορετική τροπή.

    εκφρ.
    язык -лся у кого – τόλμησε κάποιος να μιλήσει, λύθηκε η γλώσσα κάποιου.

    Большой русско-греческий словарь > повернуть

  • 102 позиция

    θ.
    1. θέση•

    позиция с которой видишь хорошо θέση από την οποία βλέπεις καλά•

    ног в танце η θέση των ποδιών στο χορό•

    пальцев при игре в гитаре η θέση των δάχτυλων στο πέξιμο της κιθάρας.

    || η πόζα.
    2. διάταξη•

    артиллерийская позиция η θέση του πυροβολικού•

    передовые -и (στρατ.) οι πρώτες θέσεις, η πρώτη γραμμή.

    3. άποψη• στάση•

    теоретические -и θεωρητικές θέσεις•

    политика с -и силы πολιτική από θέση ισχύος•

    какую -ю он взял? τι θέση πήρε αυτός;

    Большой русско-греческий словарь > позиция

  • 103 попасть

    -паду, -падшь, παρλθ. χρ. попал
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. попавший ρ.σ.
    1. πέφτω• πετυχαίνω• βρίσκω• χτυπώ•

    камень -ал в окно η πέτρα χτύπησε στο παράθυρο•

    пуля -ла ему в плечо η σφαίρα τον βρήκε (πέτυχε) στον ώμο.

    2. βρίσκομαι• (κυρίως απροσδόκητα)•

    он -ал под суд αυτός έπεσε στο δικαστήριο•

    -под дождь με πιάνει η βροχή•

    он -ал в милицию αυτόν τον έπιασε η αστυνομία•

    попасть в засаду πέφτω σε ενέδρα•

    εισδύω, μπαίνω, προχωρώ, περνώ, διέρχομαι•

    как ты сюда -ал? πως έπεσες εδώ;

    βρίσκω τυχαία, συναντώ•

    попасть на след πέφτω σε ίχνος.

    3. πέφτω άθελα, σκοντάφτω•

    попасть в лужу πέφτω στη λούτσα.

    4. με ρίχνει, -ουν, κρίνομαι,προσδιορίζομαι•

    он -ал в пехоту τον έρριξαν στο πεζικό.

    || εισάγομαι, μπαίνω•

    он -ал в институт αυτός μπήκε στο ινστιτούτο.

    5. βλ. попасться (2 σημ.).
    6. (απρόσ.)• (για τιμωρία)• θα τις φας ή τις έφαγες• θα σου τις βρέξω ή σου τις έβρεξαν κ.τ.τ.
    7. παρλθ. χρ. ουδ. -ло; где -ло όπως (όπου) τύχει (λάχει)•

    кто (что) -ло όποιος (ό,τι) τύχει (λάχει), αδιάφορα ποιος, τι.

    εκφρ.
    попасть на глаза – με πήρε το μάτι (του)•
    чем (ни) -ло – με ό,τι βρέθηκε μπροστά.
    1. πέφτω, πιάνομαι, συλλαμβάνομαι•

    попасть в плен πιάνομαι αιχμάλωτος (αιχμαλωτίζομαι)•

    он -лся в капкан αυτός έπεσε στην παγίδα•

    он -лся αυτός συ-νελήφτηκε.

    2. συναντιέμαι, ανταμώνω, -ομαι, συναπαντιέμαι. || βρίσκομαι τυχαία, μου πέφτει (στα χέρια).
    εκφρ.
    попасть в глаза – πέφτω τυχαία στα μάτια, βλέπω τυχαία•
    первый попавшийся – α) ο πρώτος τυχών, β) οποιοσδήποτε, ο τυχών.

    Большой русско-греческий словарь > попасть

  • 104 предупреждение

    ουδ.
    1. προειδοποίηση, προαγγελία•

    он получил предупреждение αυτός πήρε προειδοποίηση•

    строгий выговор с -ем αυστηρή τιμωρία με προειδοποίηση•

    без всяких -ий χωρίς καμιά προειδοποίηση (απροσδόκητα, ξαφνικά).

    2. πρόληψη, αποτροπή, αποσόβηση•

    болезни πρόληψη ασθένειας.

    Большой русско-греческий словарь > предупреждение

  • 105 принять

    приму, примешь, παρλθ. χρ. принял
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. принятый, βρ: -нят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• παίρνω, λαβαίνω•

    принять письмо, посылок, подарок παίρνω γράμμα, δέμα, δώρο•

    принять титул, звание, сана παίρνω τον τίτλο, το βαθμό, το αξίωμα.

    || πιάνω, συλλαμβάνω•

    бросай мешочек, а я внизу приму ρίξε τη σακκουλίτσα κι εγώ αποκάτω θα την πιάσω.

    2. παραλαβαίνω, περι-λαβαίνα)•

    принять товар παραλαβαίνω εμπόρευμα.

    || αναλαβαίνω• περιλαβαίνω•

    принять дивизию αναλαβαίνω τη μεραρχία (τη διοίκηση)•

    принять крепость περιλαβαίνω το φρούριο.

    || δέχομαι, συμφωνώ να πάρω, αποδέχομαι•

    принять пост директора αποδέχομαι το πόστο του διευθυντή•

    принять назначение αποδέχομαι το διορισμό•

    принять предложение δέχομαι την πρόταση.

    3. προσλαμβάνω•

    принять на работу παίρνω στη δουλειά.• принять в партию παίρνω στο κόμμα.

    4. υποδέχομαι, δεξιώνομαι•

    директор принял посетителя ο διευθυντής δέχτηκε τον επισκέπτη•

    принять делегацию δέχομαι την αντιπροσωπεία•

    принять посла δέχομαι τον πρεσβευτή.

    || περιλαβαίνω•

    врач -ял семь больных ο γιατρός περίλαβε (για εξέταση) εφτά ασθενείς.

    5. ακούω• βλέπω• φτάνει ως ταυτιά μου, τα μάτια μου•

    принять радио ακούω ράδιο•

    выстрел ακούω πυροβολισμό.

    6. με μερικά ουσ. σχηματίζονται ρ. με σημ. από το ουσ. принять решение παίρνω απόφαση (αποφασίζω)•

    принять смерть πεθαίνω•

    принять участие παίρνω μέρος(συμμετέχω).

    7. (για θρησκεία)• ασπάζομαι•

    принять христианскую веру ασπάζομαι το χριστιανισμό.

    8. αποκτώ•

    лицо его -ло другой вид το πρόσωπο του πήρε άλλη όψη.

    9. καταπίνω•

    принять таблетки παίρνω χαπάκια•

    принять лекарство παίρνω φάρμακο.

    10. κάνω•

    принять ванну παίρνω το λουτρό•

    принять душ κάνω ντους•

    принять грязевую ванну κάνω λασπόλουτρο.

    11. εκλαμβάνω, θεωρώ•

    принять в шутку его слова παίρνω για αστείο τα λόγια του•

    принять за чистую монету παίρνω για γνήσιο νόμισμα•

    принять всерьз παίρνω στα σοβαρά.

    12. αναμεριζω, κάνω στην άκρη, κόβω λίγο (αριστερά, δεξιά κ.τ.τ.).
    13. απάγω, αποκομίζω, παίρνω και φεύγω•

    прими отсюда сунтук πάρε απ εδώ το σεντούκι.

    14. αποδέχομαι, συγκατατιθεμαι•

    принять просьбу об отставке αποδέχομαι την αίτηση παραίτησης•

    прими мой совет δέξου τη συμβουλή μου.

    εκφρ.
    принять бой ή сражение – δεν αποφεύγω (δέχομαι) τη μάχη, τη σύγκρουση•
    принять в штыки – α) υποδέχομαι με τις λόγχες, β) μτφ. υποδέχομαι εχθρικά•
    принять во внимание – παίρνω (λαβαίνω) υπ όψη•
    принять к свой счёт – παίρνω επ ονόματι μου, υπεύθυνα•
    принять присягу – ορκίζομαι•
    принять чью-л. сторону – παίρνω το μέρος κάποιου (υποστηρίζω)•
    принять меры – παίρνω μέτρα•
    принять за правило – παίρνω για κανόνα•
    так принято – έτσι συνηθίζεται ή είναι καθιερωμένο.
    1. καταπιάνομαι, επιδίδομαι•

    принять за работу καταπιάνομαι με τη δουλειά.

    || αρχίζω•

    принять читать αρχίζω το διάβασμα.

    2. ριζώνω, πιάνω, φυτρώνω•

    вновь посаженные деревья -лись τα ξαναφυτευμένα δέντρα έπιασαν.

    || (για εμβολιασμό) πιάνω•

    прививка -лась το εμβόλιο (βατσινα) έπιασε.

    Большой русско-греческий словарь > принять

  • 106 пронести

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пронесенный, βρ: -сён, -сена, -сено.
    1. μεταφέρω, μετακομίζω κουβαλώ•

    пронести груз на себе всю дорогу μεταφέρω το φορτίο επάνω μου όλο το δρόμο.

    2. περνώ•

    мимо наших окон -ли раненого κοντά στα παράθυρα μας πέρασαν τον τραυματία.

    || μετακινώ, μεταφέρω•

    пронести рояль через дверь περνώ το πιάνο από την πόρτα.

    || περνώ κρυφά. || μτφ. φέρω, έχω, διατηρώ (μέσα στην καρδιά, ψυχή)•

    пронести в сердце мою любимую родину φέρω μέσα στην καρδιά μου την αγαπημένη μου πατρίδα.

    3. μεταφέρω τα.χύτατα, καλπάζοντας. || παρασύρω, διώχνω, απομακρύνω, παίρνω•

    тучу -ло ветром το σύννεφο το πήρε ο άνεμος.

    || μτφ. περνώ αποφεύγομαι•

    -ло! πέρασε! αποφεύχτηκε!

    4. παλ. διαδίδω, φημολογώ.
    5. απρόσ. πιάνω, έχω ευκοίλια, διάρροια•

    ребнка -ло от ягод το παιδάκι τό πιάσε ευκοίλια από τους καρπούς.

    Большой русско-греческий словарь > пронести

  • 107 размер

    α.
    1. μέγεθος• μέτρο•

    картина большого -а πίνακας μεγάλου μεγέθους•

    костюм большого -а κοστούμι μεγάλου μεγέθους•

    размер туфлей μέτρο (νούμερο) παπουτσιών.

    || διάσταση•

    комната большого -а δωμάτιο μεγάλων διαστάσεων (μεγάλου εμβαδού).

    2. ανάπτυξη•

    национально-освободительное движение приняло широкие -ы το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα πήρε μεγάλες διαστάσεις (έκταση).

    || κλίμακα•

    опыты в малом -е πειράματα σε μικρή κλίμακα.

    3. (φιλγ.) μέτρο•

    размер стихов το μέ-μέτρο των στίχων•

    ямбический размер ιαμβικό μέτρο.

    (μουσ.) μέτρο•

    вальсы и мазурки пишутся -ом в три четверти τα βαλς και οι μαζούρκες γράφονται σε μέτρο τρία τέταρτα (зд)-размеренность, -и θ.

    ρυθμικότητα, κανονικότητα, μέτρο.

    Большой русско-греческий словарь > размер

  • 108 сдуть

    ρ.σ.μ.
    1. φυσώ, παρασύρω φυσώντας-сдуть пыль с полки φυσώ τη σκόνη από το ράφι.
    2. συσσωρεύω φυσώντας.
    3. αντιγράφω από άλλον εργασία (παρουσιάζοντας την για δική μου).
    εκφρ.
    точно (словно, какκ.τ.τ.) ветром -ло σαν να τον πήρε ο άνεμος (εξαφανίστηκε ξαφνικά).

    Большой русско-греческий словарь > сдуть

  • 109 спасибо

    1. (έκφραση ευχαρίστησης) ευχαριστώ•

    спасибо вам σας ευχαριστώ•

    спасибо за помощь ευχαριστώ για τη βοήθεια.

    2. ουσ. ουδ. большое -μεγάλο ευχαριστώ•

    он получил спасибо αυτός πήρε ευχαριστώ.

    εκφρ.
    за одно спасибо (сделать что) – κάνω κάτι για ένα ευχαριστώ (αφιλοκερδώς).

    Большой русско-греческий словарь > спасибо

  • 110 тварь

    θ.
    1. (παλ. %. απλ.) το πλάσμα, το ονтварьи земли τα πλάσματα της γης, τα γήινα όντα.
    2. (απλ.) πρόστυχος άνθρωπος, προστυχάντζας, χαμένο κορμί.
    εκφρ.
    всякой -и по паре – ανάκατος• ανακατωμένος ο ερχόμενος (από τον Νώε, που πήρε από ένα ζευγάρι).

    Большой русско-греческий словарь > тварь

  • 111 увезти

    увезу, увезшь, παρλθ. χρ. увёз, увезла
    -ло, μτχ. παρλθ. χρ. увзший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. увезнный, βρ: -зн, -зена, -зено
    ρ.σ.μ.
    1. μεταφέρω (με μεταφορικό μέσο)•

    -ли детей на дачу μετέφεραν τα παιδιά στην έπαυλη•

    вещи -ли на вокзал τα πράγματα τα μετέφεραν στο σιδηροδρομικό σταθμό.

    || φεύγοντας παίρνω μαζί μου•

    он увз овой чемодан αυτός φεύγοντας πήρε τη βαλίτσα του.

    2. κλέβω, παίρνω•

    ночью -ли дрова из сарая τη νύχτα μας πήραν τα καυσόξυλα απ την αποθήκη.

    3. απάγω, αρπάζω και φεύγω•

    парис увз красавицу елену ο Πάρης απήγαγε την ωραία Ελένη.

    Большой русско-греческий словарь > увезти

  • 112 увязать

    увяжу, увяжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. увязанный, βρ: -зан, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. δένω, δεματιάζω, κάνω δέμα• συσκευάζω. || περιδένω• περιτυλίγω.
    2. μτφ. συνδέω• συνδυάζω•

    увязать теорию с практикой συνδυάζω τη θεωρία με την πράξη.

    1. δένομαι• δεματιάζομαι, γίνομαι δέμα• συσκευάζομαι•

    вещи хорошо -лись τα πράγματα καλά δέθηκαν.

    2. μτφ. κολλώ, προσκολλιέμαι, πηγαίνω κοντά, ακολουθώ κατά πόδι•

    собака -лась за нами το σκυλί μας κόλλησε, μας πήρε στο κοντό.

    3. συνδυάζομαι.
    -аю, -аешь
    ρ.δ.
    βλ. увязнуть.

    Большой русско-греческий словарь > увязать

См. также в других словарях:

  • παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Αλεξανδρόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αγγελής. Αγωνιστής από τα Γαράτσα της Μεσσηνίας. Υπηρέτησε αρχικά υπό τις διαταγές του Μήτρου Πέτροβα. Πήρε μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις στην Καρύταινα, το Βαλτέτσι, την Τρίπολη, το Άργος, την Κόρινθο κ.α. 2.… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • μάντακας — Επώνυμο οικογένειας Κρητικών αγωνιστών, από το χωριό Λάκκοι της επαρχίας Κυδωνίας του νομού Χανίων. 1. Αναγνώστης (; – Λάκκοι 1918). Πήρε μέρος στην επανάσταση του 1841 και διακρίθηκε για την ανδρεία του στις μάχες του Προβάρματος (Αποκορώνου)… …   Dictionary of Greek

  • Αλεξόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αγγελάκης. Καταγόταν από τους Λαπαναγούς Καλαβρύτων. Υπηρέτησε υπό τις διαταγές των Ν. και B. Πετμεζά σε πολλές επιχειρήσεις του Αγώνα. 2. Αθανάσιος. Καταγόταν από τον Γαλατά Μεσολογγίου. Πολέμησε με τον Δ. Μακρή ως …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Αναγνωστόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αγγελάκης. Καταγόταν από το Αίγιο. Πήρε μέρος στον Αγώνα ως οπλαρχηγός. 2. Αδάμ. Γεννήθηκε στη Σπάρτη το 1781. Πολέμησε με δικό του στρατιωτικόσώμα και υπό τις διαταγές του Παν. Γιατράκουστο Βαλτέτσι, στην Τρίπολη,… …   Dictionary of Greek

  • Θεοδώρου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αναγνώστης. Καταγόταν από την Ύδρα. Ήταν ιδιοκτήτης του πλοίου Αριστείδης, το οποίο διέθεσε για τους σκοπούς της Ελληνικής Επανάστασης. Από το 1823 πήρε μέρος σε διάφορες ναυμαχίες αλλά κυρίως διακρίθηκε στο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»