-
1 μεθαρμοζω
атт. μεθαρμόττω переделывать, исправлять, улучшатьεἰ μή τι καιροῦ τυγχάνω, μεθάρμοσον Soph. — если я бью мимо цели, поправь (меня);
μεθαρμόσαι νέους τρόπους Aesch. — усвоить новые привычки;μεθηρμόσμεσθα βελτίω βίον τοῦ πρόσθεν Eur. — мы зажили лучшей жизнью, чем прежде;μεθαρμόσασθαι εἴς τι Sext. — приспособиться к чему-л.
См. также в других словарях:
μεθαρμόζω — (Α μεθαρμόζω και αττ. τ. μεθαρμόττω) μεταβάλλω, αναπροσαρμόζω, μετατρέπω, αλλάζω αρχ. 1. μεταβάλλω κάτι, ιδίως προς το καλύτερο, διορθώνω, επανορθώνω («παρελθὼν ἐς μέσους ὁ Μᾱρκος οὕτω τι μεθήρμοσε τοὺς Μεγαρέας», Φιλόστρ.) 2. μέσ. μεθαρμόζομαι… … Dictionary of Greek