-
81 портить
портитьнесов χαλ(ν)ῶ (μετ.), φθείρω, καταστρέφω / διαφθείρω, διαστρέφω (нравственно):\портить желу́док χαλ(ν)ῶ τό στομάχι μου· \портить аппетит χαλώ τήν ὅρεξη· \портить настроение кому-л. χαλ(ν)ῶ τό κέφι κάποιου· \портить себе кровь συγχίζομαι, χαλώ τό αίμα μου· \портить отношения χαλῶ τίς σχέσεις· э́то мне портит нервы αὐτό μοῦ χτυπάει στά νεῦρα \портиться χαλῶ (άμβτ.), Φθείρομαι / καταστρέφομαι (о зубах)/ σαπίζω, μουχλιάζω (об овощах):не \портиться °т жары, сырости ἀντέχει στήν ζέστη, στήν ὑγρασία[ν]. -
82 потешать
потешатьнесов, потешить сов διασκεδάζω (μετ.), τέρπω. -
83 прекратить
прекратитьсов, прекращать несов παύω 0««т·), σταματώ (μετ.) / διακόπτω, κόβω (прерывать):\прекратить разговор παύω τήν συζήτηση· \прекратить работу σταματώ τή δουλειά· \прекратить знакомство κόβω τίς σχέσεις. -
84 препятствие
препятств||иес τό ἐμπόδιο[ν], τό κώλυμα, τό πρόσκομμα:непреодолимое \препятствие τό ἀνυπέρβλητο ἐμπόδιο· преодолевать \препятствиеия ὑπερνικώ τά ἐμπόδια· чинить \препятствиеия кому́-либо παρεμβάλλω προσκόμματα σέ κάποιον бег с \препятствиеиями спорт. ὁ δρόμος μετ· ἐμποδίων. -
85 пригибать
пригибатьнесов λυγίζω (μετ.), κάμπτω. -
86 придавать
придаватьнесов в разн. знач. δίνω, προσδίδω:\придавать значение чему́-л. δίνω σημασία σέ κάτι· \придавать бодрости ἐνθαρρύνω, ἀναζωπυρῶ· \придавать силы δυναμώνω (μετ.), δίνω δυνάμεις· \придавать блеск προσδίνω λαμψη· \придавать лицу́ серьезное выражение προσδίδω στό πρόσωπο μου ὕφος σοβαρό. -
87 прикладывать
прикладыватьнесоз.1. (класть) βάζω, ἀκουμπώ (μετ.):\прикладывать ру́ку к сердцу βάζω τό χέρι στήν καρδιά·2. (накладывать) ἐπιθέτω:\прикладывать печать σφραγίζω, βάζω σφραγίδα·3. см. прилагать 3. -
88 прилепить
прилепитьсов κολλώ (μετ.), κολνῶ, προσκολλώ, ἐπικολλώ:\прилепить марку κολλώ τό γραμματόσημο[ν]· \прилепить этикетку κολλῶ ἐτικέττα \прилепиться προσκολλώμαι, κολλώ (αμετ.). -
89 приотворить
приотворитьсов', приотворять несов μισοανσίγω (μετ.). -
90 притворять
притворятьнесов κλείνω, σφαλώ (μετ.), σφαλίζω. -
91 приумножать
приумножатьнесов, приумножить сов πολλαπλασιάζω, αὐγατίζω, πληθύνω (μετ.):\приумножать доходы πολλαπλασιάζω τά ἐσοδα. -
92 приучать
приучатьнесов, приучить сов ἐξασκώ (μετ.), μαθαίνω Ο-ετ.). -
93 прицепить
прицепитьсов, прицеплять несов γαντζώνω, σκαλώνω (μετ.) / καρφιτσώνω (булавкой). -
94 причащать
причащатьнесов рел. κοινωνώ (μετ.), δίνω νά μεταλάβει. -
95 пришибить
пришибитьсов1. (чем-л.) χτυπώ (μετ.)·2. перен τσακίζω, συντρίβω. -
96 пробирать
пробира||тьнесов разг1. (прохватывать) διαπερ(ν)ῶ:меня \пробиратьет дрожь μέ πιάνει ρίγος·2. (бранить) μαλώνω (μετ.), κατσαδιάζω, ἐπιπλήττω. -
97 пробудить
пробудитьсов, пробуждать несов Прям., черен. ξυπνώ (μετ.), ἀφυπνίζω, διεγείρω, σηκώνω:\пробудить надежду ξυπνώ τήν ἐλπίδα \пробудиться Прям., черен. ξυπνώ (άμετ.), ἀφυπνίζομαι. -
98 продергивать
продергиватьнесов1. (нитку, шнур и т. п.) περνώ (μετ.)·2. (в газете и т. п.) разг κριτικάρω. -
99 продержать
продержатьсов κρατώ (μετ.), διατηρώ (ώρισμένη ὠρα). -
100 продумать
продуматьсов, продумывать несов (обдумывать) μελετώ (μετ.), σκέπτομαι καλά, καλοστοχάζομαι, καλοσυλλογίζομαι:\продумать план работ σκέπτομαι καλά τό σχέδιο τών ἐργασιών.
См. также в других словарях:
μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… … Dictionary of Greek
μετ'όγμους — μετ ὄγμους (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τὰς ἐπὶ στίχον φυτείας». [ΕΤΥΜΟΛ. < μετά + ὄγμος «σειρά, γραμμή, αυλάκι»] … Dictionary of Greek
μετ' — μετά , μετά mip indeclform (prep) μεταί , μετά mip poetic indeclform (prep) μεταί , μεταί mip poetic indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτ' — μέτα , μετά mip indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀπταὶ κίχλαι μετ’ ἀμητίσκων εἰς τὴν φάρυγ’ εἰςεπέτοντο. — ὀπταὶ κίχλαι μετ’ ἀμητίσκων εἰς τὴν φάρυγ’ εἰςεπέτοντο. См. Ждать, чтоб жареные голуби в рот летали … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μπλες, Χέντρικ Μετ ντε- — (Hendrik Met de Bles, 1515 – 1554). Φλαμανδός ζωγράφος. Το μόνο βιογραφικό στοιχείο που έχουμε για τον ζωγράφο Τσιβέτα έτσι τον ονόμαζαν στην Ιταλία, είναι ένα κείμενο που τον αναφέρει ως ζωγράφο στην Αμβέρσα το 1535. Εργάστηκε κοντά στον Ιωακείμ … Dictionary of Greek
Ἀπαιδευσία μετ’ ἐξουσίας τίκτει ἄνοιαν. — См. Кто знатен и силен, Да не умен, Так худо, ежели и с добрым сердцем он … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
μετά — (ΑM μετά, Α και μέτα, ποιητ. τ. μεταί) (πρόθεση) 1. όταν συντάσσεται με γεν. δηλώνει: α) συνοδεία, ομού, μαζί με (α. «μετά τών συγγενών του» β. «ὁ μὴ ὢν μετ ἐμοῡ, κατ ἐμοῡ ἐστιν», ΚΔ) β) τον τρόπο με τον οποίο γίνεται ή υπάρχει κάτι (α. «μίλησε… … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
μετέωρος — η, ο (ΑΜ μετέωρος, ον, Α επικ. τ. μετήορος, ον, δωρ. τ. πεδάωρος, ον Μ και μέτωρος, ον) 1. αυτός που αιωρείται πάνω από το έδαφος, που βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, εναέριος («σκέλεά δε... κατακρέμανται μετέωρα», Ηρόδ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε … Dictionary of Greek
μετανάστης — ο, θηλ. μετανάστρια (ΑΜ μετανάστης, θηλ. μετανάστις και μετανάστρια) αυτός που εγκαταλείπει εκούσια τον τόπο διαμονής του για να μεταβεί σε άλλο τόπο, απόδημος μσν. μέτοχος («τῶν ἀπαισίων ἐλπίδων μετανάστης γενόμενος», Θεοφύλ. Σ.) μσν. αρχ. αυτός … Dictionary of Greek