-
1 μεταιτιος
2 и 31) участвующий (участвовавший) в чем-л., (со)причастный(μ. φόνου Her.; τούτων οὐ μ. πέλῃ, ἀλλὰ παναίτιος Aesch.)
μ. τινι θανεῖν Soph. — виновный в чьей-л. смерти2) содействующий, помогающий(οἱ ἐμοὴ μεταίτιοι νόστου Aesch.)
τῆσδ΄ ἐστὲ βουλῆς μεταίτιαι Aesch. — помогите мне здесь вашим советом
См. также в других словарях:
μεταίτιος — μεταίτιος, ον, θηλ. και ία (Α) συναίτιος, συνυπεύθυνος, συνένοχος («τοὺς... μεταιτίους τοῡ φόνου», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + αἴτιος (πρβλ. φιλ αίτιος)] … Dictionary of Greek