-
1 μετακιαθω
(ᾰθ)(только impf. или aor. 2 μετεκίαθον)
1) гнать, преследовать(Τρῶας καὴ Λυκίους Hom.)
2) гнаться, догонять3) идти следом, следовать4) отправляться (к кому-л.)Αἰθίοπας μετεκίαθε Hom. — (Посидон тогда) был в гостях у эфиопов
5) проходить, переходить, пересекать(πᾶν πεδίον Hom.)
См. также в других словарях:
μετά — (ΑM μετά, Α και μέτα, ποιητ. τ. μεταί) (πρόθεση) 1. όταν συντάσσεται με γεν. δηλώνει: α) συνοδεία, ομού, μαζί με (α. «μετά τών συγγενών του» β. «ὁ μὴ ὢν μετ ἐμοῡ, κατ ἐμοῡ ἐστιν», ΚΔ) β) τον τρόπο με τον οποίο γίνεται ή υπάρχει κάτι (α. «μίλησε… … Dictionary of Greek
Αλκάθους — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Πορθάονα και της Ευρύτης. Σύμφωνα με τον Παυσανία ήταν ένας από τους 13 μνηστήρες της Ιπποδάμειας, την οποία σκότωσε στην Ολυμπία o πατέρας της Οινόμαος. Από τους Απολλόδωρο και Διόδωρο αναφέρεται ότι ο Α.… … Dictionary of Greek
Τροία — Αρχαία πόλη της Τρωάδας, περιοχής της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας, την οποία οι Έλληνες την ονόμαζαν και Ίλιον. Η μυθική παράδοση, που μεταβιβάστηκε κυρίως με τα ομηρικά ποιήματα και τους Έλληνες τραγικούς ποιητές, ανήγαγε την αρχή της πόλης στον… … Dictionary of Greek
τροιά — Αρχαία πόλη της Τρωάδας, περιοχής της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας, την οποία οι Έλληνες την ονόμαζαν και Ίλιον. Η μυθική παράδοση, που μεταβιβάστηκε κυρίως με τα ομηρικά ποιήματα και τους Έλληνες τραγικούς ποιητές, ανήγαγε την αρχή της πόλης στον… … Dictionary of Greek
Έλληνας — και Έλλην, ο (θηλ. Ελληνίδα, η) (AM Ἕλλην θηλ. ἑλληνίς, η και Α ἑλλανίς) αυτός που κατάγεται από την Ελλάδα ή κατοικεί μόνιμα σε αυτήν νεοελλ. εκείνος που έχει ελληνική ιθαγένεια ή υπηκοότητα αρχ. μσν. 1. «ὁ ἐξ ἐθνῶν», ο Εθνικός, σε αντίθεση προς … Dictionary of Greek
ατάρ — ἀτάρ (σύνδ.) (Α) 1. (ως δηλωτικό αντίθεσης, ένστασης ή επανόρθωσης) αλλά, εντούτοις 2. (στην αρχή του λόγου) όμως, λοιπόν 3. (μετά το επειδή) τότε («ἐπειδὴ ἐπεσσυμένους ἐνόησαν Τρῶας, ἀτὰρ Δαναῶν γένετο ἰαχή τε φόβος τε», Όμηρος). [ΕΤΥΜΟΛ. Επικός … Dictionary of Greek
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek
μετακιάθω — (Α) (μόνο στον πρτ. και στον αόρ.) πηγαίνω πίσω από κάποιον, ακολουθώ, επακολουθώ, έρχομαι μετά («ἱππῆες δ ὀλίγον μετεκίαθον», Ομ. Ιλ.) 2. καταδιώκω, κυνηγώ («Τρῶας καὶ Λυκίους μετεκίαθε», Ομ. Ιλ.) 3. πηγαίνω σε επίσκεψη 4. μεταβαίνω για… … Dictionary of Greek