-
1 μετρικός
μετρικός, das Maaß betreffend, bes. zum Sylbenmaaße gehörig, metrisch; ὁ μετρικός, der sich auf das Sylbenmaaß versteht, Arist. p. an. 2, 16; ἡ μετρική, sc. τέχνη, die Metrik, Arist. poet. 20, 5 u. Sp.
-
2 μετρικός
μετρικός, das Maß betreffend, bes. zum Silbenmaße gehörig, metrisch; ὁ μετρικός, der sich auf das Silbenmaß versteht; ἡ μετρική, sc. τέχνη, die Metrik -
3 στερεο-μετρικός
στερεο-μετρικός, ή, όν, stereometrisch; ποὺς στ., der Kubikfuß, Sp.
-
4 γεω-μετρικός
γεω-μετρικός, ή, όν, zum Land-, Feldmessen gehörig; ἡ γ., sc. τέχνη, Geometrie, Feldmeßkunst, Plat. Gorg. 450 d u. öfter; ὁ γ., der in der Geometrie erfahren ist, Theaet. 145 a u. öfter; auch Sp., wie Plut. Marcell. 17; γεωμετρικώτατον ϑεώρημα Symp. 8, 2, 4. – Adv., auf geometrische Art, Cic. Att. 12, 5.
-
5 δια-μετρικός
δια-μετρικός, ή, όν, diametrisch, Theol. Arithm.
-
6 ἐμβαδο-μετρικός
ἐμβαδο-μετρικός, ή, όν, zur Flächenmessung gehörig, Math.
-
7 metricus
metricus, a, um (μετρικός), I) zum Maße gehörig, Maß-, leges, beim Pulse, Plin. 11, 219. – II) insbes. = zum Versmaße oder Silbenmaße gehörig, metrisch, pes, Quint. 9, 4, 48 u. 52: dictio (Ggstz. prosalis dictio), Cassiod. de art. ac discipl. liber. litter. 1 in.: omnes psalmi apud Hebraeos metrico carmine constant esse compositi, Isid. orig. 6, 2, 17. – Plur. subst., metricī, ōrum, m., die Metriker, Gell. 18, 15, 1.
-
8 metricus
metricus, a, um (μετρικός), I) zum Maße gehörig, Maß-, leges, beim Pulse, Plin. 11, 219. – II) insbes. = zum Versmaße oder Silbenmaße gehörig, metrisch, pes, Quint. 9, 4, 48 u. 52: dictio (Ggstz. prosalis dictio), Cassiod. de art. ac discipl. liber. litter. 1 in.: omnes psalmi apud Hebraeos metrico carmine constant esse compositi, Isid. orig. 6, 2, 17. – Plur. subst., metricī, ōrum, m., die Metriker, Gell. 18, 15, 1.Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > metricus
-
9 γεωμετρικός
γεω-μετρικός, zum Land-, Feldmessen gehörig; ἡ γ., sc. τέχνη, Geometrie, Feldmeßkunst; ὁ γ., der in der Geometrie erfahren ist. Adv., auf geometrische Art -
10 διαμετρικός
δια-μετρικός, ή, όν, diametrisch -
11 ἐμβαδομετρικός
ἐμβαδο-μετρικός, ή, όν, zur Flächenmessung gehörig -
12 στερεομετρικός
στερεο-μετρικός, ή, όν, stereometrisch; ποὺς στ., der Kubikfuß
См. также в других словарях:
μετρικός — metrical masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετρικός — ή, ό (Α μετρικός, ή, όν) [μέτρον] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο μέτρο ή αυτός που χρησιμεύει στη μέτρηση («μετρικοὶ ῥυθμοί», Αριστοτ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο μετρικός αυτός που ασχολείται ειδικά ή αυτός που είναι έμπειρος στη… … Dictionary of Greek
μετρικός — ή, ό 1. ο σχετικός με το μέτρημα: Μετρική μονάδα. 2. αυτός που αναφέρεται στα μέτρα της ποίησης: Μετρικοί κανόνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάπαιστος — Μετρικός πόδας. Αποτελείται από δύο βραχείες και μία μακρά συλλαβή στην αρχαία ελληνική ποίηση και από δύο άτονες και μία τονισμένη στη νεότερη. Το κύριο σχήμα του είναι το εξής: άρση θέση ’ Σε πολλές περιπτώσεις, τα αναπαιστικά μέτρα δέχονται… … Dictionary of Greek
μετρικά — μετρικός metrical neut nom/voc/acc pl μετρικά̱ , μετρικός metrical fem nom/voc/acc dual μετρικά̱ , μετρικός metrical fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντίσπαστος — Μετρικός πόδας ο οποίος αποτελείται από έναν ίαμβο που προηγείται και έναν τροχαίο που ακολουθεί, δηλαδή: υ υ. Ο πόδας αυτός, που λέγεται και βακχείος από ιάμβου, κατατασσόταν από τους αρχαίους στα πρωτότυπα μέτρα. Εισηγητής του υπήρξε ο… … Dictionary of Greek
σπονδείος — Μετρικός τετράσημος πόδας, της αρχαίας ελληνικής στιχουργικής που αποτελείται από δύο μακρούς χρόνους ( ), από τους οποίους ο ένας προέρχεται από συναίρεση των συλλαβών (βραχείες) του δακτύλου ( υυ) ) ή του ανάπαιστου (υυ ) ). * * * ο / σπονδεῑος … Dictionary of Greek
μετρικῶν — μετρικός metrical fem gen pl μετρικός metrical masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετρικόν — μετρικός metrical masc acc sg μετρικός metrical neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετρικαῖς — μετρικός metrical fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετρικαί — μετρικός metrical fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)