-
1 mírnit
μετριάζω -
2 умерять
умерятьнесов μετριάζω, ἐλαττώνω/ καταπραΰνω, καθησυχάζω, κατευνάζω (успокаивать):\умерять требования μετριάζω τίς ἀπαιτήσεις· \умерять пыл μετριάζω τήν ὀρμἡ· \умерять боль καταπραΰνω τόν πόνο· \умерять жажду καταπραΰνω τήν δίψαν \умерять аппетит μετριάζω τίς ὁρέξεις. -
3 смягчать
смягч||атьнесов1. μαλακώνω, ἀπαλύνω·2. (ослабить, умерить) μετριάζω/ καταπραύνω, κατευνάζω (боль)! ἐξασθενώ (μετ.) (удар)/ ἐλαττώνω, μετριάζω ποι-νή[ν] (приговор, наказание):\смягчать тон μετριάζω τό ὕφος·3. перен (кого-л.) μαλακώνω (μετ.), ἡμερεύω (μετ.)·4. лингв. μαλακώνω. -
4 умерить
-рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. умеренный, βρ: -рен, -а, -оρ.σ.μ.μετριάζω, μειώνω, περιστέλλω• υποστέλλω• καταπραύνω, κατευνάζω, καλμάρω, μαλακώνω• καθησυχάζω•умерить свой аппетит μετριάζω την όρεξη μου•
умерить гнев κατευνάζω το θυμό•
умерить боль καταπραϋνω τον πόνο•
умерить жар μετριάζω τη ζεστή•
умерить свой расходы περιορίζω τα έξοδα μου•
страсти κατευνάζω τα πάθη.
μετριάζομαι, μειώνομαι καταπραΰνομαι, κατευνάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
5 ослабеватьять
ослабевать||ятьнесов1. ἐξασθενώ (μετ.), ἀδυνατίζω (μετ.)·2. (уменьшать) χαλαρώνω, μετριάζω, λιγοστεύω, ἐλαττώνω:\ослабеватьятьять напор μετριάζω τἡν πίεση· \ослабеватьятья́ть внимание ἐλαττώνω τήν προσοχή·3. (делать менее строгим) ἐλαφρύνω, καταπραύνω:\ослабеватьятьять Дисциплину χαλαρώνω τήν πειθαρχία·4. (делать менее натянутым) ἀπολύω, μο-λάρω, λασκάρω, χαλαρώνω, ξεσφίγγω. -
6 охлаждать
охлажд||атьнесов1. (остужать) ψο-χραίνω, κρυώνω, ψύχω·2. перен ἐλαττώ· νβ>, μετριάζω, περιορίζω:\охлаждать пыл μετριάζω τόν ζήλο. -
7 притупить
притупитьсов, притуплять несов,1. (затупить) ἀμβλύνω, (ἀπο)στομώνω·2. перен (ослабить) ἐξασθενίζω, ἀμβλύνω / μετριάζω (смягчать):\притупить память ἐξασθενίζω τή μνήμη· \притупить боль μετριάζω τόν πόνο. -
8 сгладить
сгладитьсов, сглаживать несов1. ἰσιώνω, ἐξομαλύνω·2. перен μετριάζω:\сгладить неприятное впечатление μετριάζω τή δυσάρεστη ἐντύπωση· \сгладить противоречия ἐξομαλύνω τίς ἀντιθέσεις. -
9 приглушить
-шу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приглушенный, βρ: -шен, -шена, -шеноρ.σ.μ.1. (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.) αδυνατίζω, εξασθενίζω, πιάνω, συγκρατώ, σβήνω. || καλύπτω, σκεπάζω άλλον ήχο, φωνή.2. μτφ. μειώνω, ελαττώνω μετριάζω καταπραΰνω•приглушить тоску μετριάζω τη θλίψη•
приглушить боль лекарством καταπραΰνω τον πόνο με το φάρμακο.
3. μτφ. πνίγω, συγκρατώ.4. σβήνω λίγο, μισούβήνω•приглушить угли μισοσβήνω τα κάρβουνα.
-
10 сгладить
ρ.σ.μ.1. ομαλύνω, ισιάζω, ισιώνω.2. εξαλείφω•сгладить морщины εξαλείφω τις ρυτίδες.
3. διευθετώ, τακτοποιώ• εξομαλύνω•противоречия εξομαλύνω τις αντιθέσεις.
|| μετριάζω•сгладить впечатление μετριάζω την εντύπωση.
1. ομαλύνομαι.2. εξαλείφομαι.3. μτφ. διευθετούμαι, τακτοποιούμαι• εξομαλύνομαι. -
11 смягчить
-чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. смягченный, βρ: -чен, -чена, -чегоρ.σ.μ.1. μαλακώνω, -κύνω, απαλύνω•смягчить кожу μαλακώνω το δέρμα.
2. μτφ. καταπραΰνω, κατευνάζω• μετριάζω•смягчить боль μαλακώνω τον πόνο.
|| μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω•смягчить приговор μετριάζω την ποινή.
|| αδυνατίζω, νοθεύω•вино αδυνατίζω (νερώνω) το κρασί.
|| μτφ. κάνω ήπιο•смягчить климат μαλακώνω το κλίμα.
3. (γλωσ.) μαλακώνω (την προφορά των συμφώνων).1. μαλακώνω, απαλύνομαι•кожа -лась το δέρμα μαλάκωσε.
2. μτφ. (κατα)πραΰνομαι, κατευνάζομαι, γίνομαι ήπιος: καλμάρω. || αδυνατίζω, εξασθενίζω. || μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω• μετριάζομαι. -
12 притуплять
1. (затуплять) αμβλύνω 2. (ослаблять, делать менее острым, сильным) μετριάζω, αμβλύνω, εξασθενώ, απαλύνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > притуплять
-
13 смягчать
1. (делать более мягким, эластичным) μαλακώνω, απαλύνω, αποσκλη-ρύνω 2. (делать менее резким, ослаблять) ελαττώνω, μετριάζω, καταπραΰνω 3. лингв. (палатализовать) μαλακώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > смягчать
-
14 удерживать
1. (в пределах) περιορίζω, συγκρατώ 2. (в памяти) συγκρατώ, διατηρώ 3. (ограничивать) συγκρατώ, μετριάζω, περιστέλλω 4. (не давать упасть) κρατώ, βαστώ, συγκρατώ 5. (удерживать, приостанавливать) συγκρατώ 6. (мешать осуществлению чего-л.) συγκρατώ, εμποδίζω, πειράζω 7. (сохранять, сберегать) (συγ)κρα-τώ 8. (вычитать) παρακρατώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > удерживать
-
15 амортизация
амортизацияж I. эк. ἡ ἀπόσβεση[-ις]. ἡ χρεωλυσία;2. тех. ἡ μετρίαση[-ις]; \амортизацияи́ровать сов и несов I. эк. ἀποσβύνω, ἐξοφλώ χρεωλητικως;2. тех. ἀμορτιζάρω, μετριάζω. -
16 заглушать
заглушатьнесов, заглушить сов1. (о звуке) πνίγω, σκεπάζω, σβήνω·2. (о боли) μετριάζω, ἐλαφρώνω, καταπραύνω·3. (о сорняках) πνίγω·4. перен (подавлять) καταστέλλω, καταπνίγω. -
17 мягчить
мягчитьнесов ἀπαλύνω, μαλακώνω, μετριάζω. -
18 пыл
пылм ἡ ζέση [-ις], ἡ φλόγα, ἡ ὁρμή:боевой \пыл ἡ μαχητική φλόγα· в \пылу́ гнева στήν ἔξαψη τοῦ θυμοῦ· охладить чеи-л, \пыл μετριάζω τό ζήλο. -
19 расхолаживать
расхолаживатьнесов, расхолодить сов κρυώνω (μετ.), μετριάζω τόν ἐνθουσιασμο[ν]. -
20 уменьшать
уменьш||атьнесов μικραίνω, λιγοστεύω (μετ.), ἐλαττώνω, μειώνω/ περικόπτω (сокращать)/ μετριάζω (смягчать):\уменьшать цену ἐλαττώνω τήν τιμή· \уменьшать вес ἐλαττώνω τό βάρος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μετριάζω — to be moderate pres subj act 1st sg μετριάζω to be moderate pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετριάζω — μετριάζω, μετρίασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μετριάζω — (I) (ΑΜ μετριάζω, Μ και μιτριάζω και μιτριγιάζω) 1. καθιστώ κάποιον ή κάτι μέτριο, κρατώ κάτι μέσα στα όρια τού μέτρου, μειώνω κάτι ως προς την ποσότητα ή την ένταση, περιστέλλω, περιορίζω (α. «μετριάζω την ταχύτητα» β. «οὐκ ἂν ποτ ᾠήθησαν ὅρκοις … Dictionary of Greek
μετριάζω — μετρίασα, μετριάστηκα, μετριασμένος, μειώνω κάτι στο ποσό ή στην ένταση, το κάνω μέτριο: Μετρίασε την ένταση της φωνής του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετριάζετε — μετριάζω to be moderate pres imperat act 2nd pl μετριάζω to be moderate pres ind act 2nd pl μετριάζω to be moderate imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετριάζῃ — μετριάζω to be moderate pres subj mp 2nd sg μετριάζω to be moderate pres ind mp 2nd sg μετριάζω to be moderate pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετριαζόντων — μετριάζω to be moderate pres part act masc/neut gen pl μετριάζω to be moderate pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετριάζει — μετριάζω to be moderate pres ind mp 2nd sg μετριάζω to be moderate pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετριάζομεν — μετριάζω to be moderate pres ind act 1st pl μετριάζω to be moderate imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετριάζον — μετριάζω to be moderate pres part act masc voc sg μετριάζω to be moderate pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετριάζοντα — μετριάζω to be moderate pres part act neut nom/voc/acc pl μετριάζω to be moderate pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)