-
1 μεταρρεω
См. также в других словарях:
ευμετάρρευστος — εὐμετάρρευστος, ον (Α) αυτός που μεταβάλλεται εύκολα κατά τη ροή («εὐμετάρρευστος χυμός», Αέτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα ρρέω] … Dictionary of Greek
1 μεταρρεω
ευμετάρρευστος — εὐμετάρρευστος, ον (Α) αυτός που μεταβάλλεται εύκολα κατά τη ροή («εὐμετάρρευστος χυμός», Αέτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα ρρέω] … Dictionary of Greek