-
1 μεταφορά
μεταφορά̱, μεταφοράtransference: fem nom /voc /acc dualμεταφορά̱, μεταφοράtransference: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 μεταφορά
-
3 μεταφορᾷ
-
4 μεταφορα
ἥ1) перемещение, вращение(τῆς σελήνης Plut.)
2) употребление слова в переносном значении, метафора(μ. ἐστιν ὀνόματος ἀλλοτρίου ἐπιφορά Arst.)
-
5 μεταφορά
η1) транспортировка; перевозка; переноска; доставка;μέσα μεταφορών — транспорт, средства передвижения, перевозки;
έξοδα μεταφορας — транспортные расходы;
2) ирон. распространение, передача (новостей, сплетен);3) тех передача;ηλεκτρική γραμμή μεταφορας — линия электропередачи;
4) перенесение, перенос (слога и т. п.);5) перевод (на другой язык); 6) лит. метафора;ομιλεί διά μεταφορών — он говорит мета- форами;
7) бухг, транспорт;εις μεταφοράν — сделать транспорт;
8) муз. транспонировка, транспонирование -
6 μεταφορά
[мэтафора] ουσ. Θ. переноска, перевоз, (λογοτ.) метафора.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μεταφορά
-
7 μεταφορά
[мэтафора] ουσ θ переноска, перевоз, (λογοτ) метафора. -
8 μεταφορά
μεταφορ-ά, ἡ,3 change, phase of the moon, Plu. 2.923c.II Rhet., transference of a word to a new sense, metaphor, Isoc.9.9 (pl.), Arist.Po. 1457b6, Rh. 1410b36, Epicur.Nat.28.5, Plu.Cic.40, Demetr.Eloc.78 (pl.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταφορά
-
9 μεταφορά
μετα-φορά, ἡ, das Weg- u. Anderswohintragen, das Hinübertragen, bes. das Übertragen eines Wortes auf einen andern Begriff, der Gebrauch eines Wortes in uneigentlicher Bedeutung -
10 μεταφορά
transport -
11 μεταφορά
1) metafora (f) rzecz.2) przenośnia (f) rzecz.3) przewóz (m) rzecz. -
12 μεταφορά
1) doprava2) přeprava -
13 μεταφορά
transportΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μεταφορά
-
14 aktarmacılık
μεταφορά -
15 mecaz
μεταφορά -
16 transport
μεταφορά -
17 transport
μεταφορά -
18 přeprava
μεταφορά -
19 metafora
μεταφορά -
20 przenośnia
μεταφορά
См. также в других словарях:
μεταφορά — μεταφορά̱ , μεταφορά transference fem nom/voc/acc dual μεταφορά̱ , μεταφορά transference fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφορᾷ — μεταφορά transference fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφορά — Η πράξη του μεταφέρω. Η φράση εις μεταφοράν που χρησιμοποιείται στη λογιστική, αναφέρεται στο άθροισμα των ποσών μιας σελίδας που μεταγράφεται στην αρχή της επόμενης, με την παρατήρηση εκ μεταφοράς. Μ. εξάλλου ονομάζεται στη μουσική η αλλαγή… … Dictionary of Greek
μεταφορά — η 1. μετακίνηση προσώπων, ζώων, πραγμάτων κτλ. σε άλλο τόπο: Η μεταφορά του ασθενή έγινε με ελικόπτερο. 2. (γραμμ.), σχήμα λόγου, όταν μια λέξη ή φράση δεν αποδίδεται κυριολεκτικά, αλλά με παραβολή ή παρομοίωση, π.χ. καυτές ειδήσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιόντων, μεταφορά — Κίνηση ηλεκτρολυτών με τη μορφή ιόντων μέσα στα ζωντανά συστήματα. Η μ.ι. μπορεί να γίνει με διάφορους μηχανισμούς, όπως είναι η ηλεκτροχημική διάχυση, η ενεργητική μεταφορά με κατανάλωση ενέργειας ή η μαζική ροή μέσω του κυκλοφορικού συστήματος… … Dictionary of Greek
μεταφορᾶι — μεταφορᾷ , μεταφορά transference fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφοράν — μεταφορά̱ν , μεταφορά transference fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφοράς — μεταφορά̱ς , μεταφορά transference fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφοραῖς — μεταφορά transference fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφοραί — μεταφορά transference fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφορᾶς — μεταφορά transference fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)