Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

μετατροπή

  • 41 видоизменение

    [βινταιζμινιένιιε] ουσ ο μετατροπή, αλλαγή

    Русско-эллинский словарь > видоизменение

  • 42 конверсия

    [κανβιέρσιγια] ουσ θ μετατροπή

    Русско-эллинский словарь > конверсия

  • 43 выкрашивание

    ουδ.
    βάψιμο, χρωμάτισμα, μπογιάτισμα.
    ουδ.
    τρίψιμο, μετατροπή σε ψίχουλα.

    Большой русско-греческий словарь > выкрашивание

  • 44 заболоченность

    θ.
    τελμάτωση, βάλτωση, μετατροπή σε βάλτο.

    Большой русско-греческий словарь > заболоченность

  • 45 закрепощение

    ουδ.
    υποδούλωση, μετατροπή σε δουλοπάροικο.

    Большой русско-греческий словарь > закрепощение

  • 46 изменение

    ουδ.
    αλλαγή μετατροπή,τροποποίηση, μεταλλαγή μεταβολή•

    изменение голоса αλλαγή της φωνής•

    -я в составе правительства1 αλλαγές στη σύνθεση της κυβέρνησης•

    изменение к лучшему, к худшему αλλαγή προς το καλύτερο, προς το χειρότερο•

    внести -я επιφέρω τροποποιήσεις.

    Большой русско-греческий словарь > изменение

  • 47 капитализация

    θ.
    κεφαλαιοποίηση, μετατροπή της υπεραξίας σε κεφάλαιο.

    Большой русско-греческий словарь > капитализация

  • 48 конверсия

    θ.
    μεταβολή, εναλλαγή, μετατροπή.

    Большой русско-греческий словарь > конверсия

  • 49 ликвидность

    θ.
    εύκολη μετατροπή σε χρήμα, ρευστότητα.

    Большой русско-греческий словарь > ликвидность

  • 50 мобилизация

    θ.
    κινητοποίηση• επιστράτευση•

    всеобщая мобилизация γενική επιστράτευση•

    частичная мобилизация μερική επιστράτευση•

    мобилизация всех сил κινητοποίηση όλων των δυνάμεων•

    мобилизация армии κινητοποίηση του στρατού•

    мобилизация промышленности μετατροπή της βιομηχανίας για πολεμικούς σκοπούς.

    Большой русско-греческий словарь > мобилизация

  • 51 модуляция

    θ.
    1. μετατόνιση, μεταμελώδηση.
    2. μετατροπή του ύψους της φωνής.
    3. (φυσ.) διαμόρφωση παλμού.

    Большой русско-греческий словарь > модуляция

  • 52 мутация

    θ.
    αλλαγή, μεταλλαγή μεταβολή• μετατροπή.

    Большой русско-греческий словарь > мутация

  • 53 о...

    о..., об..., обо..., объ...
    1. κατεύθυνση της ενέργειας γύρω, περί, πέριξ ή σε όλη την επιφάνεια ή σε όλες τις πλευρές του αντικειμένου: обежать, огородить, охватить, оскоблить, окопать, осмотреть.
    2. κατεύθυνση της κίνησης κοντά, πλησίον του αντικειμένουπαρακάμπτοντας.
    3. επέκταση της ενέργειας σε πολλά πρόσωπα ή αντικείμενα: обегать, одарить, отделить, объехать.
    4. υπεροχή• ξεπέρασμα: обогнать, обыграть.
    5. υπέρμετρη ενέργεια, υπερβολή, πλεονασμός: окормить, опоить, опиться.
    6. ζημιά, βλάβη, απάτη κατά την ενέργεια: обвесить, обмерить, обсчитать.
    7. (με ρ. σε «-ся») ύπαρξη λαθών ή αστοχίας: оступиться, оговориться, ослышаться.
    8. εφοδιασμός με κάτι κατόπιν ενέργειας: озеленить, оснастить, отакелажить.
    9. μετατροπή σε...., πρόσδοση ιδιότητας, ποιότητας• σχηματισμός: облагородить, обогатить, опечалиться, ослепить, осложнить.
    10. επίτευξη αποτελέσματος κατόπιν ενέργειας: оглохнуть, омереть, окаменеть, озвереть, ослепнуть.

    Большой русско-греческий словарь > о...

  • 54 обратимость

    θ.
    μετατροπή, μεταβολή, μεταλλαγή, μεταποίηση.

    Большой русско-греческий словарь > обратимость

  • 55 овеществление

    ουδ.
    μετατροπή σε πράγμα• ουσιαστικοποίηση.

    Большой русско-греческий словарь > овеществление

  • 56 пере...

    (πρόθεμα)• Χρησιμοποείται για το σχματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. κατεύθυνση της ενέργειας ή κίνησης από το ένα μέρος στο άλλο π.χ. перебежать, передвинуть, пересесть, перейти.
    2. επανάλειψη της ενέργειας εκ νέου ή κατ άλλον τρόπο: переделать, перекроить.
    3. υπέρμετρη ενέργεια, ακόμα και μέχρι άσχημα αποτελέσματα: переварить, передержать, перехвалить, пережечь.
    4. επαύξηση της ενέργειας: перекричать, переспорить.
    5. επέκταση της ενέργειας σε πολλά πρόσωπα ή αντικείμενα και με ένταση: переловить, перестрелять, перемокнуть.
    6. χώρισμα σε δυό ή και περισσότερα μέρη: перегородить, переломить, перепилить.
    7. αλλαγή κατεύθυνσης της ενέργειας: передать, переслать, передоверить.
    8. κάλυψη ορισμένου χρόνου: перезимовать, переночевать, переждать.
    9. μετατροπή, μεταβολή πέρασμα από μιά κατάσταση σε άλλη: пережечь (дрова в уголь) καίω τα ξύλα, ώσπου να γίνουν κάρβουνα.
    10. ενέργεια μικρής διάρκειας ή βραχύχρονης επανάλειψης: передохнуть, перекурить, перекусить.
    11. με την κατάληξη «-ся»: αλληλο... переглядываться, переписываться.

    Большой русско-греческий словарь > пере...

  • 57 переделка

    θ.
    1. μεταποίηση, επιδιόρθωση.
    2. αλλαγή, μετατροπή διαφοροποίηση. || διασκευή (έργου).
    3. μπελάς, -σκοτούρα, στενοχώρια, δυσχέρεια ταραχή.
    εκφρ.
    попасть в -у, побывать в -е – πέφτω, βρίσκομαι σε μπελάδες, έχω πολλές σκοτούρες.

    Большой русско-греческий словарь > переделка

  • 58 переиначивание

    ουδ.
    μεταλλαγή, μεταβολή, μετατροπή διαφοροποίηση.

    Большой русско-греческий словарь > переиначивание

  • 59 перемена

    θ.
    1. αλλαγή•

    перемена квартиры αλλαγή διαμερίσματος•

    перемена профессии αλλαγή επαγγέλματος•

    перемена обстановки и климата αλλαγή περιβάλλοντος και κλίματος.

    2. μεταβολή, μετατροπή•

    резкая перемена погоды απότομη αλλαγή του καιρού•

    перемена жизни αλλαγή της ζωής.

    3. αλλαξιά•

    захвати с собой в дорогу две -ы белья πάρε μαζί σου για το δρόμο δυο αλλαξιές. εσώρουχα.

    4. παλ. • φαγητό
    5. διάλειμμα σχολικό.

    Большой русско-греческий словарь > перемена

  • 60 переработка

    θ.
    1. κατεργασία, επεξεργασία, δούλεμα μετατροπή. || χώνεψη, αφομοίωση.
    2. ξαναδούλεμα, ξαναεπεξεργασία, διόρθωση. || αλλαγή, διαφοροποίηση.
    3. υπερωρία•

    уплатили за -у πλήρωσαν για την υπερωρία.

    4. κάθε τι ξαναδουλεμένο, διορθωμένο.

    Большой русско-греческий словарь > переработка

См. также в других словарях:

  • μετατροπῇ — μετατροπή retribution fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετατροπή — retribution fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετατροπή — η (ΑΜ μετατροπή) [μετατρέπω] μεταβολή, αλλαγή, τροποποίηση (α. «η μετατροπή τών όρων τού συμβολαίου έγινε μετά από συμφωνία και τών δύο πλευρών» β. «σώματος γένεσις καὶ μετατροπή», Πλούτ.) νεοελλ. φρ. «μετατροπή ποινής» (νομ.) μείωση τής ποινής… …   Dictionary of Greek

  • μετατροπή — η αλλαγή, μεταβολή, μεταποίηση: Έκανε πολλές μετατροπές στο σενάριο πριν γυρίσει την ταινία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εσωτερική μετατροπή — Η διαδικασία κατά την οποία ένας πυρήνας σε διεγερμένη κατάσταση μεταπηδά σε μια κατάσταση χαμηλότερης ενέργειας και προσφέρει ενέργεια σε ένα από τα τροχιακά του ηλεκτρόνια, συνήθως ένα Κ ηλεκτρόνιο. Αν αυτή η ενέργεια είναι αρκετά μεγάλη για να …   Dictionary of Greek

  • εξάτμιση — Μετατροπή μιας ουσίας από την υγρή κατάσταση σε αυτήν του ατμού. Το φαινόμενο της ε. διαφέρει από το φαινόμενο του βρασμού, γιατί η ε. συντελείται σε οποιαδήποτε θερμοκρασία, αφορά μόνο την επιφάνεια του υγρού και είναι ανάλογη με αυτήν. Όσο πιο… …   Dictionary of Greek

  • νιτροποίηση — Μετατροπή της αμμωνίας σε νιτρικό οξύ, η οποία γίνεται στο έδαφος και στα λιμνάζοντα νερά, με τη δράση ορισμένων μικροοργανισμών. Η σημασία της ν. είναι τεράστια για την αποτελεσματική καλλιέργεια των εδαφών, γιατί επιτρέπει τη μεταβολή του… …   Dictionary of Greek

  • μετατροπαῖς — μετατροπή retribution fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετατροπαί — μετατροπή retribution fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετατροπῆς — μετατροπή retribution fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετατροπήν — μετατροπή retribution fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»