-
41 видоизменение
[βινταιζμινιένιιε] ουσ ο μετατροπή, αλλαγή -
42 конверсия
[κανβιέρσιγια] ουσ θ μετατροπή -
43 выкрашивание
-я ουδ.βάψιμο, χρωμάτισμα, μπογιάτισμα.-я ουδ.τρίψιμο, μετατροπή σε ψίχουλα. -
44 заболоченность
-и θ.τελμάτωση, βάλτωση, μετατροπή σε βάλτο. -
45 закрепощение
-я ουδ.υποδούλωση, μετατροπή σε δουλοπάροικο. -
46 изменение
-я ουδ.αλλαγή μετατροπή,τροποποίηση, μεταλλαγή μεταβολή•изменение голоса αλλαγή της φωνής•
-я в составе правительства1 αλλαγές στη σύνθεση της κυβέρνησης•
изменение к лучшему, к худшему αλλαγή προς το καλύτερο, προς το χειρότερο•
внести -я επιφέρω τροποποιήσεις.
-
47 капитализация
-и θ.κεφαλαιοποίηση, μετατροπή της υπεραξίας σε κεφάλαιο. -
48 конверсия
-и θ.μεταβολή, εναλλαγή, μετατροπή. -
49 ликвидность
-и θ.εύκολη μετατροπή σε χρήμα, ρευστότητα. -
50 мобилизация
-и θ.κινητοποίηση• επιστράτευση•всеобщая мобилизация γενική επιστράτευση•
частичная мобилизация μερική επιστράτευση•
мобилизация всех сил κινητοποίηση όλων των δυνάμεων•
мобилизация армии κινητοποίηση του στρατού•
мобилизация промышленности μετατροπή της βιομηχανίας για πολεμικούς σκοπούς.
-
51 модуляция
-и θ.1. μετατόνιση, μεταμελώδηση.2. μετατροπή του ύψους της φωνής.3. (φυσ.) διαμόρφωση παλμού. -
52 мутация
-и θ.αλλαγή, μεταλλαγή μεταβολή• μετατροπή. -
53 о...
о..., об..., обо..., объ...1. κατεύθυνση της ενέργειας γύρω, περί, πέριξ ή σε όλη την επιφάνεια ή σε όλες τις πλευρές του αντικειμένου: обежать, огородить, охватить, оскоблить, окопать, осмотреть.2. κατεύθυνση της κίνησης κοντά, πλησίον του αντικειμένουπαρακάμπτοντας.3. επέκταση της ενέργειας σε πολλά πρόσωπα ή αντικείμενα: обегать, одарить, отделить, объехать.4. υπεροχή• ξεπέρασμα: обогнать, обыграть.5. υπέρμετρη ενέργεια, υπερβολή, πλεονασμός: окормить, опоить, опиться.6. ζημιά, βλάβη, απάτη κατά την ενέργεια: обвесить, обмерить, обсчитать.7. (με ρ. σε «-ся») ύπαρξη λαθών ή αστοχίας: оступиться, оговориться, ослышаться.8. εφοδιασμός με κάτι κατόπιν ενέργειας: озеленить, оснастить, отакелажить.9. μετατροπή σε...., πρόσδοση ιδιότητας, ποιότητας• σχηματισμός: облагородить, обогатить, опечалиться, ослепить, осложнить.10. επίτευξη αποτελέσματος κατόπιν ενέργειας: оглохнуть, омереть, окаменеть, озвереть, ослепнуть. -
54 обратимость
-и θ.μετατροπή, μεταβολή, μεταλλαγή, μεταποίηση. -
55 овеществление
-я ουδ.μετατροπή σε πράγμα• ουσιαστικοποίηση. -
56 пере...
(πρόθεμα)• Χρησιμοποείται για το σχματισμό ρημάτων και σημαίνει:1. κατεύθυνση της ενέργειας ή κίνησης από το ένα μέρος στο άλλο π.χ. перебежать, передвинуть, пересесть, перейти.2. επανάλειψη της ενέργειας εκ νέου ή κατ άλλον τρόπο: переделать, перекроить.3. υπέρμετρη ενέργεια, ακόμα και μέχρι άσχημα αποτελέσματα: переварить, передержать, перехвалить, пережечь.4. επαύξηση της ενέργειας: перекричать, переспорить.5. επέκταση της ενέργειας σε πολλά πρόσωπα ή αντικείμενα και με ένταση: переловить, перестрелять, перемокнуть.6. χώρισμα σε δυό ή και περισσότερα μέρη: перегородить, переломить, перепилить.7. αλλαγή κατεύθυνσης της ενέργειας: передать, переслать, передоверить.8. κάλυψη ορισμένου χρόνου: перезимовать, переночевать, переждать.9. μετατροπή, μεταβολή πέρασμα από μιά κατάσταση σε άλλη: пережечь (дрова в уголь) καίω τα ξύλα, ώσπου να γίνουν κάρβουνα.10. ενέργεια μικρής διάρκειας ή βραχύχρονης επανάλειψης: передохнуть, перекурить, перекусить.11. με την κατάληξη «-ся»: αλληλο... переглядываться, переписываться. -
57 переделка
-и θ.1. μεταποίηση, επιδιόρθωση.2. αλλαγή, μετατροπή διαφοροποίηση. || διασκευή (έργου).3. μπελάς, -σκοτούρα, στενοχώρια, δυσχέρεια ταραχή.εκφρ.попасть в -у, побывать в -е – πέφτω, βρίσκομαι σε μπελάδες, έχω πολλές σκοτούρες. -
58 переиначивание
-я ουδ.μεταλλαγή, μεταβολή, μετατροπή διαφοροποίηση. -
59 перемена
-ы θ.1. αλλαγή•перемена квартиры αλλαγή διαμερίσματος•
перемена профессии αλλαγή επαγγέλματος•
перемена обстановки и климата αλλαγή περιβάλλοντος και κλίματος.
2. μεταβολή, μετατροπή•резкая перемена погоды απότομη αλλαγή του καιρού•
перемена жизни αλλαγή της ζωής.
3. αλλαξιά•захвати с собой в дорогу две -ы белья πάρε μαζί σου για το δρόμο δυο αλλαξιές. εσώρουχα.
4. παλ. • φαγητό5. διάλειμμα σχολικό. -
60 переработка
-и θ.1. κατεργασία, επεξεργασία, δούλεμα μετατροπή. || χώνεψη, αφομοίωση.2. ξαναδούλεμα, ξαναεπεξεργασία, διόρθωση. || αλλαγή, διαφοροποίηση.3. υπερωρία•уплатили за -у πλήρωσαν για την υπερωρία.
4. κάθε τι ξαναδουλεμένο, διορθωμένο.
См. также в других словарях:
μετατροπῇ — μετατροπή retribution fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετατροπή — retribution fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετατροπή — η (ΑΜ μετατροπή) [μετατρέπω] μεταβολή, αλλαγή, τροποποίηση (α. «η μετατροπή τών όρων τού συμβολαίου έγινε μετά από συμφωνία και τών δύο πλευρών» β. «σώματος γένεσις καὶ μετατροπή», Πλούτ.) νεοελλ. φρ. «μετατροπή ποινής» (νομ.) μείωση τής ποινής… … Dictionary of Greek
μετατροπή — η αλλαγή, μεταβολή, μεταποίηση: Έκανε πολλές μετατροπές στο σενάριο πριν γυρίσει την ταινία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εσωτερική μετατροπή — Η διαδικασία κατά την οποία ένας πυρήνας σε διεγερμένη κατάσταση μεταπηδά σε μια κατάσταση χαμηλότερης ενέργειας και προσφέρει ενέργεια σε ένα από τα τροχιακά του ηλεκτρόνια, συνήθως ένα Κ ηλεκτρόνιο. Αν αυτή η ενέργεια είναι αρκετά μεγάλη για να … Dictionary of Greek
εξάτμιση — Μετατροπή μιας ουσίας από την υγρή κατάσταση σε αυτήν του ατμού. Το φαινόμενο της ε. διαφέρει από το φαινόμενο του βρασμού, γιατί η ε. συντελείται σε οποιαδήποτε θερμοκρασία, αφορά μόνο την επιφάνεια του υγρού και είναι ανάλογη με αυτήν. Όσο πιο… … Dictionary of Greek
νιτροποίηση — Μετατροπή της αμμωνίας σε νιτρικό οξύ, η οποία γίνεται στο έδαφος και στα λιμνάζοντα νερά, με τη δράση ορισμένων μικροοργανισμών. Η σημασία της ν. είναι τεράστια για την αποτελεσματική καλλιέργεια των εδαφών, γιατί επιτρέπει τη μεταβολή του… … Dictionary of Greek
μετατροπαῖς — μετατροπή retribution fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετατροπαί — μετατροπή retribution fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετατροπῆς — μετατροπή retribution fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετατροπήν — μετατροπή retribution fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)