-
1 низойти
-ойду, -ойдшь, παρλθ. χρ. нис-шл, низошла, низошло, μτχ. παρλθ. χρ. нисшедший ρ.σ. παλ. κατεβαίνω, κατέρχομαι. || μτφ. περιέρχομαι, μεταπίπτω, πηγαίνω προς το χειρότερο, προς το κατώτερο. -
2 отойти
отойду, отойдшь, παρλθ. χρ. отошл-шла, -шло, μτχ. παρλθ. отошедший,επιρ. μτχ. отойдяρ.σ.1. απομακρύνομαι λίγο, αναμερίζω, παραμερίζω, κάνω λίγο πέρα•отойти от двери αναμερίζω από την πόρτα.
|| διανύω απόσταση•отойти два километра от города απομακρύνομαι δυό χιλιόμετρα από την πόλη.
|| φεύγω, αποχωρίζομαι (για λίγο).2. αναχωρώ, ξεκινώ, εκκινώ•поезд -шёл в три часа το τρένο έφυγε στις τρεις η ώρα.
3. υποχωρώ οπισθοχωρώ•батальон -шёл на новые позиции το τάγμα υποχώρησε και κατέλαβε νέες θέσεις.
4. αλλάζω θέση, κατεύθυνση μετακινούμαι, μετατοπίζομαι. || μτφ. παρεκκλίνω, ξεφεύγω•от темы απομακρύνομαι από το θέμα.
5. εγκαταλείπω, αφήνω, παρατώ αποτραβιέμαι, ξεκόβω•отойти от старых друзей ξεκόβω από τους παλαιούς φίλους•
отойти от места αφήνω τη θέση.
|| παύω να ασχολούμαι, παρατώ.6. αποχωρίζομαι, ξεκολλώ, βγαίνω•штукатура -шла ο σοβάς έπεσε•
обои -шли το τοιχόχαρτο ξεκόλλησε•
отойти пятно на платье -шло ο λεκές στο φόρεμα βγήκε.
8. συνέρχομαι, επανέρχομαι στα ίδια, στην προηγούμενη κατάσταση. || συνεφέρω, έρχομαι στα συγκαλά μου, συνέρχομαι. || ξεθυμώνω, ξεχολιάζω, περνά ο θυμός.9. περιέρχομαι, μεταπίπτω περνώ•дом -шёл к племинни-ку το σπίτι περιήλθε στον ανεψιό.
|| χρησιμοποιούμαι για κάτι.10. τελειώνω, πλησιάζω στο τέλος. || περνώ, ανήκω στο παρελθόν•мода -шла -η μόδα πέρασε•
лето -шло το καλοκαίρι πέρασε.
11. πεθαίνω, αποβιώνω.12. φεύγω, εγκαταλείπω, αφήνω•я от вас отойду εγώ θα φύγω από σας.
εκφρ.отойти в вечность – α) μεθίσταμαι εις τας αιωνίους μονάς, πηγαίνω στον άλλο κόσμο, β) περνώ, εξαφανίζομαι χωρίςαφήσω ίχνη, εκλείπω μια για πάντα•отойти от господ (на волю) ή отойти на волю – παλ. απελευθερώνομαι, γίνομαι απελεύθερος•сердце отойдт; от сердца отойдт – (για θυμό)• θα του περάσει, θα ξεθυμώσει. -
3 перейти
-ейду, -ейдшь, παρλθ. χρ. перешл-шла, -шло, προστκ. перейди, μτχ. παρλθ. χρ. перешедший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перейденный, βρ: -ден, -дена, -дено,επιρ. μτχ. перейдяρ.σ.1. μ. διαβαίνω, περνώ, διέρχομαι•перейти улицу περνώ το δρόμο•
перейти через ручей περνώ τα ρυάκια.
|| (για απόσταση) • διατρέχω, διασχίζω.2. μετακινούμαι, περνώ αλλού•-в другую комнату περνώ στο άλλο δωμάτιο•
перейти от окна к столу πηγαίνω από το παραθύριστο τραπέζι.
|| διαδίδομαι, μεταδίδομαι, ξαπλώνομαι επεκτείνομαι•пламя -шло на соседний дом η φλόγα (φωτιά) μεταδόθηκε στο γειτονικό σπίτι.
|| αλλάζω•перейти на новую квартиру περνώ σε καινούριο διαμέρισμα.
|| μεταπηδώ μετασκιρτώ•перейти на исторический факультт μεταπηδώ στην ιστορική σχολή.
|| προβιβάζομαι, προάγομαι.3. περνώ με το μέρος άλλου αυτομολώ•перейти на сторону щютивника περνώ με το μέρος του αντίπαλου.
|| αλλαξοπιστώ γίνομαι•перейти на католичество γίνομαι καθολικός.
4. περιέρχομαι•после смерти родителей имущество -шло дочери μετά το θάνατο των γονέων η περιουσία περιήρθε στη θυγατέρα•
перейти из рук в руки περιέρχομαι από χέρια σε χέρια•
власть -шла в руки советов η εξουσία πέρασ,ε στα χέρια των Συμβουλίων:
5. μεταπίπτω•перейти к другой теме περνώ σε άλλοθέμα•
перейти от обороны к наступлению περνώ απο την άμυνα στην επίθεση.
6. μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι•ссора -шла в драку το μάλωμα εξελίχτηκε σε καβγά (τσακωμό).
7. υπερβαίνω, (ξε)περνώ.8. τελειώνω, σταματώ•дождь скоро перейтидёт η βροχή γρήγορα θα περάσει.
-
4 скатить
скатить 1скачу, скатишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. скаченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ. κυλώ προς τα κάτω• κατρακυλώ•скатить бочку в подвал κυλώ το βαρέλι στο υπόγειο.
1. κυλιέμαι προς τα κάτω• κατρακυλώ. || κατεβαίνω, κατέρχομαι απο• πέφτω απο.2. μτφ. μεταπίπτω•скатить к идеализму κατρακυλώ στον ιδεαλισμό•
скатить в болото оппортунизма κατρακυλώ στο βούρκο του οππορτουνισμού.
скатить 2ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. скатить1)• περιβρέχω, περιχύνω• ξεπλύνω.περιβρέχομαι• ξεπλύνομαι. -
5 соскользнуть
-ну, -ншьρ.σ.1. (ξε)γλιστρώ, (εξ)ολισθαίνω.2. μτφ. (για αισθήματα, κατάσταση) χάνομαι, εξαφανίζομαι, περνώ, απαρατήρητα.3. μτφ. μετέρχομαι, μεταπίπτω.
См. также в других словарях:
μεταπίπτω — μεταπίπτω, μετέπεσα βλ. πίν. 141 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μεταπίπτω — μεταπί̱πτω , μεταπίπτω fall differently pres subj act 1st sg μεταπί̱πτω , μεταπίπτω fall differently pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταπίπτω — (ΑΜ μεταπίπτω) [πίπτω] 1. πέφτω με διαφορετικό τρόπο ή σε άλλο μέρος, αλλάζω απότομα θέση ή κατάσταση, μεταστρέφομαι, μεταβάλλομαι ή αλλοιώνομαι ξαφνικά («ἀπὸ μὲν δὴ ταύτης τῆς ἡμέρας μεταπεσεῑν τὸ εἶδος», Ηρόδ.) 2. γραμμ. (για λέξεις) αλλάζω… … Dictionary of Greek
μεταπεσόν — μεταπίπτω fall differently aor part act masc voc sg μεταπίπτω fall differently aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταπεσόντα — μεταπίπτω fall differently aor part act neut nom/voc/acc pl μεταπίπτω fall differently aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταπεσόντων — μεταπίπτω fall differently aor part act masc/neut gen pl μεταπίπτω fall differently aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταπέπτωκε — μεταπίπτω fall differently perf imperat act 2nd sg μεταπίπτω fall differently perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταπέπτωκεν — μεταπίπτω fall differently perf ind act 3rd sg μεταπίπτω fall differently plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταπῖπτον — μεταπίπτω fall differently pres part act masc voc sg μεταπίπτω fall differently pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετέπεσον — μεταπίπτω fall differently aor ind act 3rd pl μεταπίπτω fall differently aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταπεπτωκυῖαν — μεταπίπτω fall differently perf part act fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)