-
1 μεταμαίομαι
См. также в других словарях:
μεταμαίομαι — (Α) ερευνώ, αναζητώ, ζητώ να βρω, να επιτύχω («τηλόθε μεταμαιόμενος, διαφοινὸν ἄγραν ποσίν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + μαίομαι «ερευνώ, ζητώ»] … Dictionary of Greek
μεταμαιόμενος — μεταμαίομαι search after pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)