-
1 ελατος
3[adj. verb. к ἐλαύνω См. ελαυνω] тягучий -
2 μεταλλευω
1) копать, рыть(μέταλλα Diod.)
2) добывать из земли, выкапывать(χρυσόν τε καὴ ἄργυρον καὴ πάνθ΄ ὁπόσα μεταλλεύεται Plat.)
3) раскапывать, тж. обшаривать, обыскивать(τὸν μυχόν Anth.)
См. также в других словарях:
μεταλλεύεται — μεταλλεύω get by mining pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PYRITES Lapis — fulvus est, tenerique se vehementius non permittit: ac, si quando artiori manu premitur, digitos adurit, Solin. c. 37. hinc πυρῖτις, quod digitos adurat. Sed Pyritis gemma est, Pyrites, Graece πυρίτης, lapis; quemadmodum aetites gemma est, quae… … Hofmann J. Lexicon universale
μεταλλευτός — μεταλλευτός, ή, όν (Α) [μεταλλεύω] 1. αυτός που μπορεί να ληφθεί με μετάλλευση 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά μεταλλευτά καθετί που μεταλλεύεται, όπως σίδηρος, χαλκός κ.λπ., σε αντιδιαστολή προς τα ορυκτά … Dictionary of Greek
σύρω — ΝΜΑ, και σέρνω και σύρνω ΝΜ, και σούρνω Ν 1. έλκω, τραβώ (α. «τόν έπιασε και τόν έσυρε έξω» β. «μέχρι τῶν σφυρῶν τὴν ἐσθῆτα σύρων», Δίων Κασσ.) 2. μετακινώ κάτι πάνω στο έδαφος («σέρνει το φόρεμά της») 3. (ενεργ. και μέσ.) έρπω νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
χυτός — ή, ό / χυτός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που μετά την τήξη χυτεύθηκε σε καλούπι (α. «χυτό μέταλλο» β. «χυτὸς σίδηρος», Αθήν.) 2. (για μαλλιά) αυτός που χύνεται ελεύθερα στους ώμους, που δεν έχει δεθεί ή πλεχθεί (α. «είχε τα μαλλιά της χυτά» β. «χυτὴ… … Dictionary of Greek