Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μεταβάλλων

См. также в других словарях:

  • μεταβάλλων — μεταβάλλω throw into a different position pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξουδετερώνω — 1. εκμηδενίζω, ματαιώνω με ενέργειά μου, την ενέργεια κάποιου άλλου 2. εκμηδενίζω, καθιστώ κάποιον τελείως ακίνδυνο 3. μεταβάλλων όξινη ή αλκαλική ουσία σε ουδέτερη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στον λόγιο τύπο της εξουδετερώ μαρτυρείται από το 1842 στον Ξ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»