-
1 μετέωρος
havada asılü, havada süzülen
См. также в других словарях:
μετέωρος — raised from off the ground masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετέωρος — η, ο (ΑΜ μετέωρος, ον, Α επικ. τ. μετήορος, ον, δωρ. τ. πεδάωρος, ον Μ και μέτωρος, ον) 1. αυτός που αιωρείται πάνω από το έδαφος, που βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, εναέριος («σκέλεά δε... κατακρέμανται μετέωρα», Ηρόδ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε … Dictionary of Greek
μετέωρος — η, ο 1. αυτός που βρίσκεται στον αέρα, που αιωρείται: Τρόμαξα που τον είδα μετέωρο στο κενό. 2. μτφ., αναποφάσιστος, διστακτικός, αμφιταλαντευόμενος: Έμεινα μετέωρος μέχρι να καταλάβω τι μου είπε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετεωρότερον — μετέωρος raised from off the ground adverbial comp μετέωρος raised from off the ground masc acc comp sg μετέωρος raised from off the ground neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεωροτάτων — μετέωρος raised from off the ground fem gen superl pl μετέωρος raised from off the ground masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεωροτέραις — μετέωρος raised from off the ground fem dat comp pl μετεωροτέρᾱͅς , μετέωρος raised from off the ground fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεωροτέρων — μετέωρος raised from off the ground fem gen comp pl μετέωρος raised from off the ground masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεωρότατα — μετέωρος raised from off the ground adverbial superl μετέωρος raised from off the ground neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεωρότατον — μετέωρος raised from off the ground masc acc superl sg μετέωρος raised from off the ground neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεώρω — μετέωρος raised from off the ground masc/fem/neut nom/voc/acc dual μετέωρος raised from off the ground masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεώρως — μετέωρος raised from off the ground adverbial μετέωρος raised from off the ground masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)