-
1 μεταχοιρον
См. также в других словарях:
μετάχοιρον — μετάχοιρον, τὸ (Α) το οψίγονο χοιρίδιο, δηλ. το γουρουνάκι που γεννιέται τελευταίο και γι αυτό είναι πολύ μικρό και ασθενικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + χοῖρος] … Dictionary of Greek
μετάχοιρον — after pig neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετάχοιρα — μετάχοιρον after pig neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)