-
1 μεσόγειος
-ος,-ον A 0-0-0-0-1=1 2 Mc 8,35inland, in the heart of a country; ἡ μεσόγειος (γῆ) interior, inland -
2 Μεσόγειος
(θάλασσα) η Средиземное море -
3 μεσόγειος
α, ο [ος, ον ] средиземный -
4 μεσόγειος
μεσόγαιοςinland: masc nom sg -
5 Μεσόγειος
[мэсогиос] επ / ουσ θ Средиземноморье. -
6 Μεσόγειος
la Mediterr'ania -
7 μεσόγειος
μεσό-γαιος, u. μεσό-γειος, mittelländisch, mitten im Lande gelegen -
8 μεσό-γεως
-
9 θαλασσα
атт. θάλαττα (θᾰ) ἥ1) море (его обычные эпитеты: εὐρύπορος Hom. обширное, πολιά или πολιαινομένη Aesch. седое, т.е. покрытое белой пеной, ἀτρύγετος Hom., Hes. бесплодное, ἁλμυρά Eur. соленое, πολύφλοισβος Hom. вечно шумящее, рокочущее)κατὰ γῆν καὴ κατὰ θάλατταν или κατὰ θάλατταν καὴ πεζῇ Plat. — на море и на суше;
τὸ παρὰ θάλασσαν — приморская полоса, побережье (Ἀραβίης, Αἰγύπτου, τῇς Συρίης Her.);τὸ παρὰ θάλασσαν αὐτῆς Her. — приморская часть этой страны;θ. ἥ τοῦ Εὐξείνου πόντου Her. — море, именуемое Эвксинским;ἥδε ἥ θ. Hom., ἥ καθ΄ ἡμᾶς θ. Polyb., ἥ παρ΄ ἡμῖν θ. Plat., ἥ μεγάλη θ. Plut., ἥ ἔσω и ἥ ἐντὸς θ. Her., ἥ Ἀτλαντικέ θ. Arst., поздн. ἥ Μεσόγειος θ. — Средиземное море;2) перен. море, бездна, множество(κακῶν Aesch.)
ἄμαχον κῦμα θαλάσσης Aesch. — неодолимые полчища3) морская вода(ναῦς πλήρης θαλάττης Polyb.)
4) колодец морской воды ( в храме Эрехтея) Her. -
10 μεσόγαιος
-
11 πόλις
η.город;παράλιος πόλις — прибрежный, портовый город;
μεσόγειος πόλις — город, удалённый от моря;
πολυθόρυβος πόλις — шумный город
См. также в других словарях:
μεσόγειος — α, ο, θηλ. και ος και μεσόγαιος, α, ο (Α μεσόγειος, ον, θηλ. και μεσόγεια, μεσόγαιος, ον, θηλ. και μεσόγαια, και μεσαίγεως, ων, Α αττ. τ. μεσόγεως, ων, επικ. τ. μεσσόγεως, ων) 1. αυτός που βρίσκεται στην ξηρά, μακριά από τη θάλασσα, χερσαίος,… … Dictionary of Greek
μεσόγειος — α, ο αυτός που βρίσκεται βαθιά στη στεριά, ο ηπειρωτικός: Η Αυστρία είναι μεσόγεια χώρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεσόγειος — μεσόγαιος inland masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεσόγειος θάλασσα — Τυπική διηπειρωτική θάλασσα (2.966.000 τ. χλμ., συμπεριλαμβανομένων της Προποντίδας και του Εύξεινου Πόντου· μέγιστο μήκος 3.860 χλμ., μέσο πλάτος περ. 600 χλμ.) που, όπως αποδεικνύει και η ονομασία της, περιλαμβάνεται μεταξύ της Ευρώπης στα Β,… … Dictionary of Greek
Μεσόγειος θάλασσα — η η κλειστή θάλασσα που περιβάλλεται από την Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τάφραι — Μεσόγειος χώρα της αρχαίας Ταυρικής. Oνομάζεται και Τάφρη. Οι Τ. βρίσκονταν στη θέση του σημερινού ισθμού του Περεκόπ. Ο λαός που κατοικούσε εκεί ονομαζόταν Σατορχαίοι και ήρθε πολλές φορές σε σύγκρουση με τους Σκύθες για να υπερασπίσει την… … Dictionary of Greek
θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… … Dictionary of Greek
αιώνες, γεωλογικοί — Η ιστορία της Γης διαιρείται σε πέντε αιώνες: (α) αρχαϊκόςαρχαιοζωικός (που περιλαμβάνει και τον προτεροζωικό, ορισμός που δεν επικράτησε τελικά), (β) πρωτογενήςπαλαιοζωικός, (γ) δευτερογενήςμεσοζωικός, (δ) τριτογενήςκαινοζωικός, (ε) τεταρτογενής … Dictionary of Greek
Средиземное — море, др. русск. название – Великое море (Хож. игум. Дан. 5). Совр. название представляет собой кальку польск. Srodziemne morze или нем. Мittelländisches Мееr Средиземное море , которые в свою очередь калькируют лат. mare Мediterraneum (Солин,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера