Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

μεσιτικός

См. также в других словарях:

  • μεσιτικός — ή, όν (Μ μεσιτικός, ή, όν) [μεσίτης] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μεσίτη ή στη μεσιτεία («μεσιτικό γραφείο») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μεσιτικά η αμοιβή που δίδεται σε αυτόν που μεσολάβησε για την εκτέλεση μιας εμπορικής… …   Dictionary of Greek

  • μεσιτικός — ή, ό ο σχετικός με το μεσίτη ή τη μεσιτεία: Μεσιτικό γραφείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προπωλητικός — ή, όν, Α [προπωλητής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον προπώλη, ο μεσιτικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ προπωλητικόν η μεσιτεία για την πώληση ενός πράγματος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»