-
1 комиссионный
μεσιτικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > комиссионный
-
2 комиссионный
комиссионный μεσιτικός* \комиссионный магазин το κατάστημα ειδών ευκαιρίας* * *комиссио́нный магази́н — το κατάστημα ειδών ευκαιρίας
-
3 посреднический
(δια)μεσολαβητικός, μεσιτικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > посреднический
-
4 комиссионный
комиссионн||ый1. прил в разн. знач. μεσιτικός:\комиссионный магазин τό κατάστημα είδῶν εὐκαιρίας·2. \комиссионныйые мн. τά μεσιτικά. -
5 комиссионный
επ.1. της επιτροπής.2. μεσιτικός, της μεταπώλησης•комиссионный магазин μαγαζί μεταπώλησης (βιομηχανικών εμπορευμάτων καινούριων ή μεταχειρισμένων).
εκφρ.- ые деньги – τα μεσιτικά χρήματα. -
6 куртажный
επ.μεσιτικός. -
7 посреднический
επ.μεσολαβητικός• μεσιτικός ενδιάμεσος.
См. также в других словарях:
μεσιτικός — ή, όν (Μ μεσιτικός, ή, όν) [μεσίτης] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μεσίτη ή στη μεσιτεία («μεσιτικό γραφείο») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μεσιτικά η αμοιβή που δίδεται σε αυτόν που μεσολάβησε για την εκτέλεση μιας εμπορικής… … Dictionary of Greek
μεσιτικός — ή, ό ο σχετικός με το μεσίτη ή τη μεσιτεία: Μεσιτικό γραφείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προπωλητικός — ή, όν, Α [προπωλητής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον προπώλη, ο μεσιτικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ προπωλητικόν η μεσιτεία για την πώληση ενός πράγματος … Dictionary of Greek