-
1 полдень
-
2 юг
-
3 полдень
η μεσημβρία, разг. το μεσημέρι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > полдень
-
4 обед
обедм1. τό γεύμα, τό <ραγητό[ν]:званый \обед τό ἐπίσημο[ν] γεῦμα· давать \обед παραθέτω γεϋμα, κάνω τραπέζι· готовить \обед μαγειρεύω·2. (обеденное время) τό γιόμα, τό μεσημέρι, ἡ μεσημβρία, ἡ ὠρα τοῦ γεύματος:до \обеда πρίν τό γεῦμα, πρίν τό μεσημέρι· цосле \обеда μετά τό γεϋμα, τό ἀπόγευμα. -
5 полдень
полденьм τό μεσημέρι, ἡ μεσημβρία:после полу́дня μετά τό μεσημέρι, μετά μεσημβρίαν в самый \полдень καταμεσημερα -
6 пополудни
пополу́||днинареч τό ἀπόγευμα, μετά μεσημβρία[ν] (в сокращении μ. μ.), τό ἀπομεσήμερο:в три часа \пополудни στίς τρείς ἡ ὠρα μετά τό μεσημέρι. -
7 юг
югм ὁ νότος, ἡ μεσημβρία:на \юг, к \югу προς νότο· отдыхать на \юге ἀναπαύομαι στά νότια μέρη, στον νότο· ехать на \юг πηγαίνω στό νότο. -
8 полдень
полудни κ. полдня α.1. μεσημέρι, μεσημβρία, γιόμα•после полудня μετά το μεσημέρι, απομεσήμερα•
в полдень το. μεσημέρι, μεσημεριάτικα.
2. παλ. ο νότος.εκφρ.за полдень – μετά το μεσημέρι, απομεσήμερα. -
9 Mid-day
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Mid-day
-
10 Midday
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Midday
-
11 Noon
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Noon
-
12 güney
νότος, νοτιάς, μεσημβρία
См. также в других словарях:
μεσημβρία — μεσημβρίᾱ , μεσήμβριος fem nom/voc/acc dual μεσημβρίᾱ , μεσήμβριος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) μεσημβρίᾱ , μεσημβρία midday fem nom/voc/acc dual μεσημβρίᾱ , μεσημβρία midday fem nom/voc sg (attic doric aeolic) μεσημβρίᾱ , μεσημβριάω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσημβρίᾳ — μεσημβρίᾱͅ , μεσήμβριος fem dat sg (attic doric aeolic) μεσημβρίαι , μεσημβρία midday fem nom/voc pl μεσημβρίᾱͅ , μεσημβρία midday fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσημβρία — I Αρχαία πόλη στη θρακική παραλία του Εύξεινου Πόντου. Πρόκειται για τη βορειότερη από τις ελληνικές αποικίες, χτισμένη σε φυσικά οχυρή χερσόνησο με ασφαλισμένο λιμάνι, το οποίο της προσέφερε τη δυνατότητα να αναπτύξει αξιόλογη ναυτική και… … Dictionary of Greek
μεσημβρία — η 1. το μέσο της μέρας, το μεσημέρι. 2. ο νότος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Νέα Μεσημβρία — Sp Nèa Mesimvrijà Ap Νέα Μεσημβρία/Nea Mesimvria L Š Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Νέα Μεσημβρία — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 115 μ.) του νομού Θεσσαλονίκης … Dictionary of Greek
μεσημβρίας — μεσημβρίᾱς , μεσήμβριος fem acc pl μεσημβρίᾱς , μεσήμβριος fem gen sg (attic doric aeolic) μεσημβρίᾱς , μεσημβρία midday fem acc pl μεσημβρίᾱς , μεσημβρία midday fem gen sg (attic doric aeolic) μεσημβρίᾱς , μεσημβριάω pres ind act 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσημβρίαν — μεσημβρίᾱν , μεσήμβριος fem acc sg (attic doric aeolic) μεσημβρίᾱν , μεσημβρία midday fem acc sg (attic doric aeolic) μεσημβρίᾱν , μεσημβριάω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) μεσημβρίᾱν , μεσημβριάω imperf ind act 1st sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσημβρίαι — μεσημβρίᾱͅ , μεσήμβριος fem dat sg (attic doric aeolic) μεσημβρία midday fem nom/voc pl μεσημβρίᾱͅ , μεσημβρία midday fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κουμπάρης, Κυριάκος — (Μεσημβρία 1777 – Κωνσταντινούπολη 1860). Φιλικός. Ήταν έμπορος σιτηρών στην Κωνσταντινούπολη με μεγάλα καταστήματα και δικά του πλοία. Μυήθηκε το 1818 στη Φιλική Εταιρεία, για την οργάνωση της οποίας διέθεσε πολλά χρήματα και ανέλαβε την… … Dictionary of Greek
Μέγας, Γεώργιος — (Μεσημβρία Ανατολικής Ρωμυλίας 1893 – 1976). Λαογράφος, καθηγητής πανεπιστημίου και ακαδημαϊκός. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στα πανεπιστήμια της Λειψίας και του Βερολίνου. Αρχικά σταδιοδρόμησε ως εκπαιδευτικός σε… … Dictionary of Greek