-
1 чужеземный
επ. παλ. ξένος, αλλοδαπός, ξω-μερίτικος, εξωτικός, ξενόφερτος.
См. также в других словарях:
μεριτικός — μεριτικός, ή, όν (ΑM) [μερίτης] μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μεριτικά τα μερίδια, τα μερτικά αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μερίτη … Dictionary of Greek
μεριτικῶν — μεριτικός partaker fem gen pl μεριτικός partaker masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μερτικό — και μερδικό, το (Μ μερτικό[ν] και μερδικό[ν] και ἐμερτικόν και μεριδικόν) 1. αυτό που αναλογεί σε κάποιον από μοιρασιά ή κληρονομιά, μερίδιο («πήρε το μερτικό του από την κληρονομιά και τό πούλησε σε ξένους») 2. ίση ή ανάλογη μερίδα, τμήμα,… … Dictionary of Greek