-
1 остаться
остаться β рази. знач. μένω; \остаться дома μένω σπίτι· до отхода поезда осталось десять минут μένουν δέκα λεπτά για να φύγει το τρένο; \остаться в живых επιζώ; σώζομαι* * *в разн. знач.оста́ться до́ма — μένω σπίτι
до отхо́да по́езда оста́лось де́сять мину́т — μένουν δέκα λεπτά για να φύγει το τρένο
оста́ться в живы́х — επιζώ; σώζομαι
-
2 цена
η τιμ/ή- ы не включают НДС (налог на добавленную стоимость) - ές δεν περιλαμβάνουν το Φ.Π.Α. (Φόρο Προστιθέμενης Αξίας)падать резко в - е πέφτω απότομα/κατακόρυφα σε -пересмотр цен - αναθεώρηση/επανεξέταση των - ώνповышение цен αύξηση/άνοδος - ώνпредлагать - у προσφέρω/προτείνω την -предоставлять особую - у παρέχω/παραχωρώ ειδική -прейскурант с - ами СИФ τιμοκατάλογος με τιμές С.I.F. (που περιλαμβάνουν το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα)прейскурант с - ами ФОБ τιμοκατάλογος με - ές F.O.B. (που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο)продавать по высокой (низкой) - е πουλάω/πωλώ με υψηλή (χαμηλή) -сбивать - ы κατεβάζω/κόβω τις - έςснижать - ы μειώνω/κατεβάζω τις - έςснижение цен μείωση - ών, οι εκπτώσειςсохранять - ы (на прежнем уровне) κρατάω/κρατώ τις - ές (στο ίδιο επίπεδο)увеличивать - у на... % αυξάνω την - κατά... %указывать - у σημειώνω/γράφω την -уменьшать - у μειώνω/κατεβάζω την -биржевая - δημοσιευμένη -, οριζόμενη - (χρηματιστηρίου)бросовая торг. - κάτω του κόστουςваловая - ακαθάριστη -, μ(ε)ικτή ----выпускная - διάθεσης (χρεωγράφων, μετοχών)-завышенная - υπερτιμημένη -, αυξημένη -заниженная - υποτιμημένη -, μειωμένη --зональная - ισχύουσα στην περιφέρεια ή ζώνη (όπου τα έξοδα παράδοσης είναι διάφορα από κάθε σημείο της ζώνης)- Κ ΑΦ - περιέχουσα την αξία του εμπορεύματος και το ναύλο μεταφοράς στο λιμάνη προορισμούпокупная - αγοράς, αγοραστική -приемлемая - προσιτή -, αποδεκτή -- СИФ - που περιλαμβάνει το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα, разг. - С.Ι.F. (ξεν.)-- ФОБ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο - F.O.B (ξεν)- ФОБ со штивкой - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο και τα έξοδα της στοιβασίας- ФОР - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι την τοποθέτηση του στα σιδηροδρομικά οχήματα/βαγόνια - F.O.R (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цена
-
3 оставаться
оставатьсянесов в разн. знач. μένω:\оставаться на зиму в деревне διαχειμάζω στό χωριό· \оставаться дома μένω στό σπίτι· \оставаться на второй год в классе μένω στήν ἰδια τάξη· \оставаться в силе (о законе) μένω ἐν ἰσχὐΓ \оставаться в живых μένω ζωντανός, ἐπιζῶ· \оставаться сиротой μένω ὁρφανός· \оставаться должным μένω χρεώστης· \оставаться без дела μένω χωρίς δουλειά· меня \оставатьсялось пять рублей μου μένουν πέντε ρούβλια· ◊ \оставаться при своем мнении κρατῶ τήν γνώμη μου, ἐπιμένω στήν ἄποψή μου· \оставаться на бумаге (о проекте) μένω στά χαρτιά· ему́ \оставатьсялось только согласиться ἀναγκάστηκε νά συμφωνήσει· ◊ \оставаться ни при чем μένω στά κρύα τοῦ λουτροῦ· \оставаться в дураках τήν παθαίνω χιώτικα· \оставаться с носом μένω μέ τήν ὀρεξη· счастливо \оставаться1 χαίρετε! -
4 жнивьё
-α, πλθ. жнивья-ъев ουδ.1. χωράφι, ανόργωτο (μετά το θέρισμα).2. καλαμιές (που μένουν μετά το θέρισμα).3. (διαλκ.) θέρος (εποχή). -
5 зуб
-а, πλθ. зубы, -ов, κ. зубья, -ьев α.1. δόντι•коренной зуб ο τραπεζίτης•
молочный зуб ο γαλαξίας (γαλακτίας)•
глазевые -ы οι κυνόνοντες•
зуб мудрости ο φρονιμίτης•
вставные -ы τα βαλτά δόντια•
-ы передние τα μπροστινά δόντια (οι, κοπτήρες)•
-ы прорезались τά δόντια έσκασαν (αναφύησαν).
2. μτφ. κάθε οδοντοειδής εξοχή οργάνου•зубья! пилы δόντια του πριονιού.
εκφρ.зуб за зуб – τρωγώμαστε σαν τα σκυλιά•зуб на зуб не попадает – μου φεύγει το κατακλείδι (από κρύο, φόβο κ.τ.τ.)•- ами держаться – κρατιέμαι με τα δόντια (επίμονα δεν υποχωρώ)•- ы разгорелись – καίγομαι από την επιθυμία•глядеть ή смотрть в -ы – κοιτάζω με ποιόν έχω να κάνω και ανάλογα να συμπεριφερθώ•вооруженный до -ов – (εξ)οπλισμένος ως τα δόντια (σαν αστακός)•вырвать от -ов – αποσπώ από τα δόντια (με μεγάλη δυσκολία)•иметь зуб на кого ή против кого – έχω άχτι (αμάχη) για κάποιον•-ы на пол положить ή класть – δεν έχω τίποτε για να φάω, τα δόντια μου μένουν άπραγα•ломать –ы на чем – σπάζω τα μούτρα (αποτυχαίνω οικτρά)•показывать -ы – δείχνω τα δόντια (την κακία)•стиснуть -ы – σφίγγοντας τα δόντια (υπερεντείνοντας τις δυνάμεις)•- ы съесть на чём – έχει περάσει πολλά η καμπούρα μου, είνιαι πεπειραμένος (παθός зуб μαθός)•точить -ы – α) σου, του κλπ. έχω ράμματα για τη γούνα, β) τροχώ τα δόντια (ετοιμάζομαι αρπάξω)•чесать -ы – (απλ.)1 φλυαρώ• κουτσομπολεύω•навязло в –ах – πολύ τον (την κλπ.) βαρέθηκα•не по -ам – δεν είναι για τα δόντια (σου, του κ.τ.τ.)•ни в зуб толкнуть – δεν ξέρω γρυ, δε σκαμπάζω τίποτε•сквозь -ы (говорить, бормотать κλπ.) – μουρμουρίζω, μεμψιμοιρώ. -
6 минус
-а α.1. (μαθ.) πλην, μείον.2. άκλ. αφαιρουμένου•пять минус два равно трём από τα πέντε να αφαιρέσομε δύο μένουν τρία.
(μαθ.) το σημείο του πλην (-).3. ελάττωμα, μειονέκτημα.4. σχολικός βαθμός αδύνατος (λίγο κατώτερος του σημειωνόμενου)•этот ученик получил четыре с -ом αυτός ο μαθητής πήρε τέσσερα αδύνατο (4 -).
κάτω του μηδενός•утром было - 22 градуса το πρωί η θερμοκρασία ήταν 22 βαθμούς κάτω από το μηδέν.
-
7 перо
-а, πλθ. перья-рьев ουδ.1. φτερό, πτερό•очистить курицу от перьев μαδίζω την κότα•
страусовые перья φτερά στρουθοκαμήλου•
-ья на шлеме λοφίο φτερών στο κράνος.
(κυνηγ.) αθρσ. τα αγριοπούλια.2. γραφίδα, πένα (κατ αρχή από φτερό)•ручка с -ом κονδυλοφόρος με πένα•
стальное перо μεταλλική πένα.
|| μτφ. ικανότητα συγγραφική•положить перо αφήνω, (παρατώ) την πένα (παύω να συγγράφω).
3. πτερύγια ψαριών.4. то πράσινο φύλλο των κρεμμυδιών ή σκόρδων.5. πτερύγιο•перо сохи αναστρεπτήρας (φτερό) αρότρου•
перо весла το φτερό του κουπιού.
εκφρ.бойкое перо – γερή πένα (ικανότητα σύνθεσης λόγου)•что написано -ом, не вырубишь топором – ό,τι γρά-τηκε δεν ξεγράφεται• τα λόγια πετάν, τα γραπτά μένουν.
См. также в других словарях:
μενοῦν — μένω stay fut part act masc voc sg (attic epic doric) μένω stay fut part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
μεν — (Maine). Ιστορική περιοχή της βορειοδυτικής Γαλλίας. Αντιστοιχεί σε μεγάλο μέρος στους σημερινούς νομούς Σαρτ και Μαγέν. Το έδαφος είναι ως επί το πλείστον πεδινό και κυματοειδές και διαρρέεται από διάφορους ποταμούς (Σαρτ, Μαγέν και Λουάρ), οι… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… … Dictionary of Greek
Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… … Dictionary of Greek
δάσος — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… … Dictionary of Greek
δασός — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… … Dictionary of Greek
οινοθήρα — (Oenothera). Γένος φυτών της οικογένειας των οινοθηριδών ή οναγριδών, της τάξης των μυρτωδών (δικοτυλήδονα). Κατάγεται από τη Βόρεια Αμερική και το συναντάμε κυρίως στο δυτικό ημισφαίριο. Είναι φυτό ποώδες, μονοετές ή πολυετές. Τα άνθη του μένουν … Dictionary of Greek
φορός — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek
φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek