-
1 μελανόχρως
μελανό-χρως, ωτος, übertr., καρδία, d. i. trauererfüllt
См. также в других словарях:
μελανόχρως — μελανόχρως, ωτος, ὁ, ἡ (Α)·βλ.μελάγχρους … Dictionary of Greek
μελανόχρως — μελανόχρους adverbial μελανόχρως masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελανοχρώτων — μελανόχρως masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελανόχρωτα — μελανόχρως masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλακτόχρως — και γαλακόχρως, ο, η (Α) ο γαλακτόχρους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα ( κτος) + χρως < χρώς «χρώμα» (πρβλ. υγρόχρως, μελανόχρως)] … Dictionary of Greek
μελάγχρους — και μελανόχρους ουν (ΑM μελάγχρους και μελανόχρους ουν, Α και μελάγχροος, οον και μελανόχροος και μελανίχροος, οον και μελάγχρως, ων και μελανόχρως, ὁ, ἡ, και μέλαγχρος, ον) μαυρειδερός, μελαχρινός, μελαψός, ηλιοκαμένος («μελάγχροές εἰσι καὶ… … Dictionary of Greek
μελανόχρους — ουν (ΑM μελανόχρους, ουν, Α και μελανόχροος, οον και μελανόχρως, ὁ, ἡ) βλ. μελάγχρους … Dictionary of Greek