-
1 пчелйный
пчел||йныйприл με-λίσσιος, τῶν μελισσών:\пчелйныйиный мед τό μέλι ἀπό μέλισσες· \пчелйныйиная ма́гка ἡ βασίλισσα τών μελισσών \пчелйныйиный рой τό μελίσσι, τό σμήνος μελισσών \пчелйныййный у́лей ἡ κυψέλη, τό μελισσοκόφινο. -
2 пчелиный
επ.μελισσινός, μελίσσιος, της μέλισσας•пчелиный мд μέλι μελισσών•
пчелиный улей κυψέλη μελισσών•
-ая матка η βασίλισσα των μελισσών.
ουσ. πλθ. -ые τα μελισσοειδή. -
3 зимовник
(для пчёл) о χώρος διαμονής των μελισσών το χειμώνα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зимовник
-
4 пчелиный
της μέλισσας- рой το σμάρι, το μελίσσιτο μελισσολόι, το σμήνος των μελισσώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пчелиный
-
5 акриды
-ид πλθ.οι ακρίδες•питаться акридами и диким медом τρέφομαι με ακρίδες και με μέλι άγριων μελισσών, ζω λιτώς (από τον Ιωάννη τον Ευαγγελιστή),
-
6 детва
-ы θ. αθρσ. νύμφη, ο γόνος των μελισσών οι νέες μέλισσες. -
7 курево
-а ουδ.1. (απλ.) καπνός (κομμένος ή τριμμένος)•у меня нет -а δεν, έχω καπνοί
καπνός καύσης•курево для пчёл καπνός για το διώξιμο των μελισσών.
2. αντάρισμα• αναθυμίση• ομίχλη.3. καπνίζουσα φωτιά (κατά των κουνουπιών). -
8 матка
-и θ.1. το θηλυκό των ζώων. || η βασίλισσα των μελισσών.2. (ανατομ.) η μήτρα.3. φυτό για πολλαπλασιασμό.4. (απλ.) μάνα. || μτφ. αρχηγός, μάνα (σε μερικά παιγνίδια).5. πολεμικό σκάφος εφοδιασμού.6. (διαλκ.) πυξίδα. -
9 отроить
-рою, -роишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отронный, βρ: -рон, -роена, -роеноρ.σ.μ.ξεχωρίζω μέρος μελισσών για να ρίξουν σμάρι.σχηματίζω σμάρι, ρίχνω. -
10 прополис
-а α.η πρόπολη (των μελισσών). -
11 рой
роя πλθ. рой, ров α.1. σμήνος, εσμός, σμάρι•рой диких пчл σμήνος άγριων μελισσών•
над головой вьтся рой комаров и мух πάνω από το κεφάλι στριφογυρίζει σύννεφο από κουνούπια και μύγες.
2. μτφ. πλήθος συρροή, χείμαρος• σωρεία•рой мыслей πλήθος σκέψεων•
рой воспоминаний σωρεία αναμνήσεων.
-
12 сообщество
-а ουδ.1. κοινότητα•жить не в одиночку, а -ом ζω όχι μεμονωμένα, αλλά ομαδικά (στην κολλεχτίβα).
2. ομάδα κακοποιών, σπείρα, συμμορία.3. κο ινοβ ιότητα, κοινωνία•сообщество пчл η κοινωνία των μελισσών•
в -е από κοινού, μαζί.
-
13 черва
См. также в других словарях:
μελισσών — bee house masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μελισσῶν — Μέλισσα madhu lih fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελισσῶν — μέλισσα madhu lih fem gen pl μελίζω dismember fut part act masc nom sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μελίσσων — Μέλισσος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελίσσων — μελίσσω pres part act masc nom sg μελίζω dismember fut part act masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελισσῶνα — μελισσών bee house masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελισσῶνας — μελισσών bee house masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελισσῶνος — μελισσών bee house masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελισσώνων — μελισσών bee house masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μελιττῶν — Μελισσῶν , Μέλισσα madhu lih fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλισσα — Κοινή ονομασία υμενοπτέρων εντόμων της υπεροικογένειας apοidea, στην οποία περιλαμβάνονται συνολικά 19 οικογένειες με 3.000 περίπου είδη. Όλες οι μ. στηρίζονται στη γύρη ως μοναδική πηγή πρωτεϊνών και στο νέκταρ ως πηγή ενέργειας. Για τον λόγο… … Dictionary of Greek